Ιστορικο Μονης

Ὁ βυζαντινός ναός

Ὁ ἱερός ναός τοῦ Ἁγίου Γεωργίου, Καθολικό τῆς Ἱερᾶς Μονῆς, εἶναι στή θέση παλαιότατου ναοῦ, πού εἶχε γνωρίσει πολλές ἀνοικοδομήσεις στήν ἱστορία του. Ὁ ἀκριβής χρόνος, πού ἀνεγέρθηκε ὁ ἀρχικός ναός τοῦ Ἁγίου, δέν μᾶς εἶναι γνωστός. Κατά τούς ἀρχαιολόγους-μελετητές, στήν ἴδια θέση ὑπῆρχε βυζαντινός ναός τοῦ Ἁγίου, ὁ ὁποῖος χρονολογεῖται στήν ὕστερη Βυζαντινή περίοδο: ἀπό τή Λατινοκρατία, πού ἄρχισε τό 1204, ἕως τήν Ἅλωση τῆς Πόλης, τό 1453.
Πρέπει νά σημειωθεῖ ὅτι ἡ περίοδος τῶν Κομνηνῶν 1081-1185 εἶναι ἡ τελευταία φάση τῆς Μεσοβυζαντινῆς περιόδου καί ἀποτελεῖ τήν τελευταία ἀναλαμπή τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας∙ ἡ περίοδος αὐτή συμπίπτει μέ ἀκμή τῆς Βοιωτίας.
Ἀναμφισβήτητα, ἡ χρονική περίοδος, στήν ὁποία ἀνιχνεύεται ἡ ὕπαρξη ναοῦ τοῦ Ἁγίου Γεωργίου, εἶναι περίοδος μακρά μέ πολλές διακυμάνσεις.

Ἡ ἀνοικοδόμηση τοῦ ναοῦ τό 18ο αἰώνα

Σύμφωνα πάντα μέ τήν ἀρχαιολογική ἔρευνα, τό 18ο αἰ. ὁ βυζαντινός ναός τοῦ Ἁγίου Γεωργίου ἀνοικοδομήθηκε ἐκ νέου.Ἡ αἰτία τῆς ἀνοικοδόμησης ἀναζητᾶται ὡς συνήθως σέ φυσικά αἴτια καί σέ ἱστορικές περιπέτειες, ὅπως εἶναι οἱ σεισμοί, οἱ ἐπιδρομές, οἱ λεηλασίες, οἱ πυρκαγιές∙ ἐπίσης, ἡ ἀνοικοδόμηση μπορεῖ νά ἔχει συνδυαστεῖ μέ ἐπέκταση τοῦ ναοῦ, προκειμένου νά καλυφθοῦν οἱ λειτουργικές ἀνάγκες σέ περίπτωση πληθυσμιακῆς αὔξησης. Ἀκόμη, μπορεῖ νά σημαίνει ἁπλῶς καταπόνηση τοῦ κτίσματος ἀπό τή φθορά τοῦ χρόνου.
Πάντως, αὐτό πού ἀναντίρρητα ἐπιβεβαιώνει ἡ ἀνοικοδόμηση εἶναι πώς γύρω ἀπό τό ναό τοῦ Ἁγίου Γεωργίου ἀδιάλειπτη ὑπῆρξε ἡ ἀνθρώπινη παρουσία, καθώς ποτέ δέν ἐγκαταλείφτηκε ὁ ναός Του στή φθορά τοῦ χρόνου. Σίγουρα ἀποκαλύπτεται πώς ἡ κραταιά προστασία τοῦ Τροπαιοφόρου ἦταν ἀνέκαθεν ἰσχυρό βίωμα στήν ψυχή τῶν ἀνθρώπων τῆς περιοχῆς.
Ἀξιοπρόσεκτη εἶναι ἡ νέα ἀνοικοδόμηση τοῦ βυζαντινοῦ ναοῦ τοῦ ἁγίου Γεωργίου τό 18ο αἰ., στά δύσκολα χρόνια τῆς Τουρκοκρατίας. Καί εἶναι γνωστό πώς ὁ ἅγιος Γεώργιος στά χρόνια τῆς δουλείας καί τῆς Ἐπανάστασης τιμήθηκε κατ’ ἐξοχήν ἀπό τούς ὑπόδουλους Ἕλληνες. Γενικά, στούς χρόνους μετά τήν Ἅλωση, οἱ στρατιωτικοί Ἅγιοι, καί κυρίως ὁ ἅγιος Γεώργιος, ἔγιναν οἱ προστάτες τῶν ὑπόδουλων στό δίκαιο ἀγώνα τους. Οἱ ἀνοιξιάτικες πανηγύρεις Του πληθύνθηκαν καί διαρκοῦσαν περισσότερες ἀπό μία ἡμέρες. Πολλοί προσκυνητές συνέρρεαν σ’ αὐτές, ἀκόμη κι ἀπό μακριά. Ἐπίσης, δόθηκε ἔμφαση στά λαϊκά στοιχεῖα τῆς γιορτῆς.
Πάντως ἡ μαρτυρουμένη ἀνοικοδόμηση τοῦ ναοῦ τοῦ Ἁγίου Γεωργίου τό 18ο αἰ., στά χρόνια τῆς Τουρκοκρατίας, σίγουρα ἔχει ἰδιαίτερο ἐνδιαφέρον, καθώς ἡ ἀνέγερση ναῶν τήν περίοδο αὐτή ἀσφαλῶς πρέπει νά παρουσίαζε κάποιες δυσκολίες.
Ἀποτελεῖ πάντως ἀπόδειξη γιά τήν τιμή, πού ἐξαιρετικά ἀποδιδόταν στόν ἅγιο Γεώργιο στήν περιοχή αὐτή τῆς Βοιωτίας. Τήν εὐλάβεια τῶν κατοίκων τῆς εὐρύτερης περιοχῆς, ἤδη ἀπό τούς πρώτους χριστιανικούς αἰῶνες, μαρτυρεῖ ὁ λαμπρός παλαιοχριστιανικός ναός Του, κατεστραμμένος σήμερα, κοντά στό χωριό Ἄσκρη ἤ Παναγιά, στήν κοιλάδα τῶν Μουσῶν. Στήν περιοχή, ὅπου λειτούργησε πρωτοχριστιανική κοινότητα, ὁ ἅγιος Γεώργιος τιμήθηκε μαζί μέ τή Θεοτόκο, στήν ὁποία ἀφιέρωσαν τόν ἐπισκοπικό ναό∙ ὥς σήμερα ἡ περιοχή μαζί μέ τό ὄνομα Ἐπισκοπή φέρει καί τό ὄνομα τοῦ ἁγίου Γεωργίου. Ἀργότερα, τό 17ο αἰ., ὅταν ὁ οἰκισμός τῆς Ἄσκρης-Παναγιᾶς μεταφέρθηκε ἀνατολικότερα, στή σημερινή του θέση, ἕνας ἄλλος ναός τοῦ Ἁγίου Γεωργίου σκόρπιζε ἐλπίδα στήν ἐπίπονη ζωή τους.

Οἱ ἀνοικοδομήσεις τοῦ ναοῦ τό 19ο καί 20ό αἰ.

Ἡ δεύτερη, ἐπίσης, γνωστή ἀνοικοδόμηση τοῦ ναοῦ ἔγινε περί τό 1895. Προφανῶς ἡ καταπόνηση, ὕστερα ἀπό δύο καταστροφικούς σεισμούς τῶν ἐτῶν 1853 καί 1893, πού σημειώθηκαν στήν περιοχή τῶν Θηβῶν, ἦταν τό πιθανότερο αἴτιο τῆς ἐρείπωσής του. Ἡ ἀνοικοδόμηση αὐτή, ζωντανή στήν προφορική παράδοση, ἔγινε μέ πρωτοβουλία τῆς οἰκογένειας Ζαχαρία Πανούση ἀπό τό Μαυρομμάτι καί μέ τή συνδρομή καί ἄλλων πιστῶν.
Περίπου ἕναν αἰώνα ἀργότερα ἀπό τό δεύτερο καταστροφικό σεισμό, τό Φεβρουάριο τοῦ 1981, μετά ἀπό ἰσχυρότατο σεισμό ἔπαθε ἐκτεταμένες βλάβες, κατεδαφίστηκε καί ἀνοικοδομήθηκε γιά τρίτη φορά περί τό 1983.
Στά 1997 τέθηκαν οἱ βάσεις γιά τήν ἵδρυση Μονῆς καί συστάθηκε ἀρχικά ὡς γυναικεία. Οἱ μοναχές κατέβαλαν κάθε δυνατή προσπάθεια γιά τή διαμόρφωση καί τόν εὐπρεπισμό τοῦ χώρου, ὥστε νά γίνει κατοικήσιμος. Μετά τήν ἀποχώρηση τῶν μοναζουσῶν ἐγκαταστάθηκε τό 2009 ἡ νέα ἀνδρώα ἀδελφότητα. Στή σημερινή του μορφή τό Καθολικό τῆς Μονῆς καί τό κτηριακό συγκρότημα εἶναι νεόδμητα κτίσματα. Τό Καθολικό τῆς Μονῆς ἀνοικοδομήθηκε καί ἐγκαινιάστηκε τό 2013.
Δύο πολύτιμες φωτογραφίες τῆς δεκαετίας τοῦ 1950 διασώζουν ἀμυδρά μέρος τῆς ἀνατολικῆς καί τῆς νότιας πλευρᾶς τοῦ ναοῦ. Ἄν καί δέν ἔχουμε ὁλοκληρωμένη τήν εἰκόνα του, μποροῦμε νά διακρίνουμε στήν πετρόχτιστη ἀνατολική πλευρά του τίς καλοδιαλεγμένες ἀκρογωνιαῖες πέτρες καί τήν τέλεια προσαρμογή τους. Ἐπίσης, διακρίνονται πάνω στήν καμπυλωτή κόγχη τοῦ Ἱεροῦ Βήματος δύο σειρές ἀπό πελεκημένες πέτρες, πού καταλήγουν σέ καμπύλη, καί κάποια κοσμήματα πέτρινα ἀνάμεσα στούς δόμους τοῦ Ἱεροῦ Βήματος, προερχόμενα ἴσως ἀπό τόν παλαιότερο ναό.

***

ΑΝΑΖΗΤΩΝΤΑΣ ΤΑ ΙΧΝΗ ΤΟΥ ΝΑΟΥ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ

Ὅπως προαναφέρθηκε, στήν ὕστερη Βυζαντινή περίοδο, ἑπτά ἤ ὀκτώ αἰῶνες πρίν, στήν ἴδια θέση ὑπῆρχε ναός τοῦ Ἁγίου Γεωργίου. Ὅμως, εὔλογα γεννιοῦνται καί ἀπορίες: Εἶναι, ἆραγε, ὁ ὑστεροβυζαντινός ἐκεῖνος ναός ὁ ἀρχικός ἤ ἀνοικοδομήθηκε πάνω σέ προϋπάρχοντα παλαιότερο ναό; Πότε, ἆραγε, πρωτοχτίστηκε ναός πρός τιμήν τοῦ ἁγίου Γεωργίου;
Ἡ ἀπάντηση θά ἦταν δυνατή, ἐάν δέν εἶχε ἀνοικοδομηθεῖ ἐπανειλημμένως ὁ ναός, γιατί πολλά στοιχεῖα τῆς ταυτότητάς του ἀσφαλῶς δέν θά εἶχαν ἀπωλεσθεῖ. Δυστυχῶς, καί κατά τήν τελευταία ἀνοικοδόμησή του, περί τό 1983, μαζί μέ τά τελευταῖα ἴσως ἴχνη παλαιότητας ἀπωλέσθηκαν εἰκόνες καί ἄλλα λατρευτικά ἀντικείμενα τοῦ ναοῦ, ἐνδεικτικά τῆς ἱστορίας του. Ὅ,τι ἔχει ἀπομείνει εἶναι τό “πουκάμισο” (ἀσημένια ἐπένδυση) μιᾶς μεγάλης εἰκόνας τοῦ ἁγίου Γεωργίου, ἔφιππου δρακοντοκτόνου, ἡ ὁποία ἔχει ἀπωλεσθεῖ. Σήμερα τό παλαιό πουκάμισο καλύπτει τή σύγχρονη εἰκόνα τοῦ Τροπαιοφόρου στόν πρόναο. Στήν ἐπιγραφή του ἀναγράφεται: ΔΑΠΑΝΗ ΔΗΜ. Γ. ΞΥΔΩΝΑ. ΕΡΓΟΝ Α. ΣΕΡΔΑΡΗ 1916.
Ἀναμφισβήτητα, οἱ ἀλλεπάλληλες ἀνοικοδομήσεις ἐξαφανίζουν σταδιακά τά χαρακτηριστικά ἀρχιτεκτονικά στοιχεῖα καί τά ἀρχαιότερα δομικά ὑλικά, τά ὁποῖα φανερώνουν τήν παλαιότητα τῶν ναῶν. Εὔλογα, λοιπόν, εἶναι τά ἐρωτήματα, γιά τήν ἱστορία τοῦ ναοῦ, καθόσον μάλιστα καί ὁ χῶρος γύρω ἀπό τή Μονή ἔχει ὑποστεῖ πολλές μεταβολές στήν προσπάθεια διαμόρφωσής του.
Ἡ ὕπαρξη παλαιότατου ναοῦ τοῦ Ἁγίου Γεωργίου εἶναι θέμα πού ἀσφαλῶς χρήζει ἔρευνας, καθώς οἱ ἐνδείξεις εἶναι ὑπαρκτές. Θά προσπαθήσουμε νά διακρίνουμε τά ἴχνη τῆς δικῆς του ἱστορικῆς πορείας καί τόν πιθανό χρόνο τῆς πρώτης ἀνέγερσής του μέσα ἀπό τίς παράλληλες πορεῖες τῶν ἱστορικῶν ναΐσκων τῆς περιοχῆς, τά χριστιανικά μνημεῖα τῆς Βοιωτίας, τήν ἱστορία, τήν τοπογραφία, τή Χριστιανική Ἀρχαιολογία, τή θέση τοῦ ναοῦ, τά σημάδια τοῦ χώρου του, τούς ἀρχαίους μύθους τῆς περιοχῆς καί τίς τοπικές παραδόσεις.

1. Οἱ ναΐσκοι τῆς περιοχῆς καί ἡ πορεία τους στό χρόνο

Ὁ μεγάλος ἀριθμός τῶν μικρῶν ναῶν τῆς περιοχῆς, ἕνας ἀπό τούς ὁποίους ἦταν καί ὁ παλαιός ναός τοῦ ἁγίου Γεωργίου, ἐπιβάλλει νά συνεξετάσουμε τήν ἱστορική πορεία τους. Σπαρμένοι στήν εὐλογημένη βοιωτική γῆ ἀπό τήν ἴδια θερμή πίστη τῶν ἀνθρώπων μᾶς ἐπιτρέπουν μέσα ἀπό τίς παράλληλες πορεῖες τους νά διακρίνουμε, ἀμυδρά ἴσως, ὅσα ἀπάλειψε ὁ χρόνος.
Ἀπαραίτητη εἶναι, λοιπόν, ἡ σύντομη ἀναδρομή στό παρελθόν τῆς ἱστορικῆς περιοχῆς, πού γειτνιάζει μέ τή Μονή τοῦ ἁγίου Γεωργίου∙ κυρίως, τῆς περιοχῆς γύρω ἀπό τό Μαυρομμάτι, τήν Ἄσκρη/Παναγιά καί τίς Θεσπιές (Ἐρημόκαστρο).

Ἡ ἀνέγερσή τους καί τό ἀρχαῖο δομικό ὑλικό

Καθώς ἡ γῆ αὐτή ἦταν κατάφορτη ἀπό τά ἀπομεινάρια τοῦ ἀρχαίου μεγαλείου της, στό τέλος τῶν Ρωμαϊκῶν χρόνων καί κατά τούς πρώτους Βυζαντινούς αἰῶνες πρόσφερε δομικά ὑλικά ἀπό ἀρχαίους ναούς, ἀπό δημόσια καί ἰδιωτικά κτήρια, ἀναθήματα, γλυπτά, ἐπιγραφές κ.ἄ. Τά ἀρχαῖα ὑπολείμματα χρησιμοποιήθηκαν στήν οἰκοδόμηση ναῶν, σέ ἰδιωτικές κατασκευές, ἀκόμη καί σέ κρῆνες. Χρησιμοποιήθηκαν, ἐπίσης, καί στήν τείχιση πόλεων, ὅπως στίς Θεσπιές
Ἀφθονότατο, ὄντως, ἦταν τό δομικό ὑλικό τῆς Θεσπικῆς χώρας μέ τό τρίσβαθο παρελθόν, πού φτάνει στούς Νεολιθικούς χρόνους καί τήν Ὁμηρική ἐποχή∙ μέ τούς οἰκισμούς της γύρω ἀπό τόν Ἑλικώνα καί τούς πολυδιάβατους δρόμους, πού ὁδηγοῦσαν στήν πατρίδα τοῦ Ἡσιόδου, τήν Ἄσκρη, καί τήν κοιλάδα τῶν Μουσῶν στίς ὑπώρειες τοῦ Ἑλικώνα, τήν πόλη τῶν Θεσπιέων, τήν εὔφορη Κωπαΐδα καί τήν ὀνομαστή Ἁλίαρτο.
Τή διαρκῆ ἀκμή τῆς περιοχῆς κατά τήν Κλασσική ἐποχή, τούς Ρωμαϊκούς χρόνους καί σ’ ὅλη σχεδόν τή διάρκεια τῆς Βυζαντινῆς περιόδου ἀποκαλύπτει συνεχῶς ἡ ἀρχαιολογική ἔρευνα μέ τά εὑρήματα ἀπό τήν κάθε ἐποχή. Τά ἀρχαῖα ὑλικά χρησιμοποιήθηκαν, κυρίως, τούς πρώτους χριστιανικούς αἰῶνες στή δόμηση ἤ τή διακόσμηση τῶν πολλῶν βυζαντινῶν ναΐσκων τῆς περιοχῆς.
Στό σημεῖο αὐτό ἐπιβάλλεται μιά σύντομη παρένθεση σχετικά μέ τό πολυσυζητημένο θέμα τῆς μομφῆς κατά τῶν πρώτων Χριστιανῶν, γιά τήν κατεδάφιση εἰδω-λολατρικῶν ναῶν καί τή χρήση τοῦ δομικοῦ ὑλικοῦ στήν ἀνέγερση χριστιανικῶν ναῶν. Ὄντως, ἀρχαῖοι ναοί κατεδαφίστηκαν τότε καί τό δομικό ὑλικό τους, πού ἀσφαλῶς ἀποτελοῦσε καί εὔκολη λύση, χρησιμοποιήθηκε στήν ἀνέγερση χριστιανικῶν ναῶν. Σέ ἄλλες περιπτώσεις, πολλοί ἀρχαῖοι ναοί, χωρίς νά κατεδαφιστοῦν μεταποιήθηκαν σέ ἐκκλησίες.
Σέ μιά ἐπιφανειακή ἀντιμετώπιση, ἡ στάση αὐτή τῶν πρώτων Χριστιανῶν ἔχει θεωρηθεῖ σάν πράξη ἐκδίκησης ἐναντίον τῶν εἰδώλων. Καί εἶναι εὔκολο νά υἱοθετοῦνται ἄκριτα τέτοιου εἴδους ἀπόψεις, ἄν ἀγνοηθεῖ ἡ ψυχολογία τῶν πρώτων Χριστιανῶν∙ ἴδια ἡ ψυχολογία τοῦ ἀνθρώπου πού ἀνακαλύπτει τήν πλάνη του, τήν ἀποκηρύσσει καί ἀποστρέφεται ὁ,τιδήποτε σχετικό μ’ αὐτήν. Ἔτσι, ἀκριβῶς, ἐνεργώντας οἱ πρῶτοι Χριστιανοί, πρῶτα “οἰκοδόμησαν” μέσα στήν ἴδια τους τήν ὕπαρξη, ἐπάνω σέ ὅ,τι οἱ ἴδιοι εἶχαν προηγουμένως κατεδαφίσει.
Φυσικό ἦταν, λοιπόν, νά οἰκοδομήσουν τίς ἐκκλησιές τους πάνω στά ἱερά λατρείας τῶν “πεπτωκότων” εἰδώλων. Καί ἦταν ἡ πράξη τους αὐτή συμβολική πράξη τῆς νίκης τοῦ Χριστιανισμοῦ ἐπί τῆς εἰδωλολατρίας, τῆς ἀντικατάστασης τῆς εἰδωλολατρίας ἀπό τή χριστιανική Ἀποκάλυψη. Αὐτό, ἄλλωστε, φανερώνει καί ἡ στάση τῶν πρώτων Χριστιανῶν σχετικά μέ περίλαμπρους ἀρχαίους ναούς, τούς ὁποίους δέν κατεδάφισαν, ἀλλά τούς μετέτρεψαν, ὕστερα ἀπό τόν καθαγιασμό τους, σέ ναούς χριστιανικούς. Ὅπως εἶναι γνωστό, ὁ Παρθενώνας ἀφιερώθηκε στήν Παναγία καί τό Θησεῖο στόν ἅγιο Γεώργιο. Στή Χαιρώνεια, ἐπίσης, ὁ ναός τοῦ Ἡρακλῆ μεταποιήθηκε σέ παλαιοχριστιανική βασιλική. «Ὅπου δέ ἡ μεταποίησις δέν ἐχώρει, προσεκολλήθη ἐκκλησίδιον εἰς πλευράν τινα τοῦ ἀρχαίου κτηρίου, πρός δήλωσιν, οὕτως εἰπεῖν, ὅτι κατεβλήθη ἡ εἰδωλολατρία καί νικηφόρως κυριαρχεῖ ὁ Χριστιανισμός. Χάριν τούτου ἀνηγέρθη ὑπό τούς ὑπολειφθέντας στύλους τοῦ Ὀλυμπίου ναΐσκος “τοῦ ἁγίου Ἰωάννου εἰς τάς κολώνας”, ὑπό τήν Πύλην τῆς Ἀγορᾶς ναός τοῦ Σωτῆρος καί ἀλλαχοῦ ἄλλοι…».
Ἄς ἐπανέλθουμε, ὅμως, στούς ναΐσκους τῆς περιοχῆς∙ εἶναι, γενικά, μικρές ἐκκλησίες, ναΰδρια, ξωκκλήσια ἤ, ὅπως συνηθίζεται νά ὀνομάζονται, ρημοκκλήσια∙ πέτρινα ἄνθη, πού ἄνθισαν στή μαλακή γῆ, τή χαριτωμένη κοιλάδα, ἀνάμεσα στό κελάρυσμα τοῦ νεροῦ, τό λόφο, τήν κορυφή τοῦ Ἑλικώνα…
Κάποια βρέθηκαν στά ὅρια χωριῶν, σέ περιοχή νεοσύστατων οἰκισμῶν, καί ἄλλα, ἐρημικά, ἔμειναν οὐρανοδεῖκτες μέσα στή ἱερότητα τῆς σιωπῆς, σέ περιοχή πού σέ κάθε ἐποχή ἦταν κατάσπαρτη ἀπό οἰκισμούς. Ὁ ἀριθμός τῶν βυζαντινῶν ἐξωκκλησιῶν εἶναι πράγματι ἐντυπωσιακός καί ἡ πορεία τους συνδέθηκε μέ τήν ἱστορία τῆς περιοχῆς, τήν ὕπαρξη τῶν οἰκισμῶν καί τήν ἐξέλιξή τους.
Ἄλλα ἐκκλησάκια δέν ἄντεξαν στήν ἀναμέτρηση μέ τό χρόνο καί ἐπέζησαν στή συλλογική μνήμη μόνο ὡς ἀνάμνηση∙ σήμερα, κάποια χτιστά προσκυνητάρια θυμίζουν ἀκόμη στούς Χριστιανούς τό ἐρειπωμένο ἐκκλησάκι, πού ὑπῆρχε κάποτε στόν ἴδιο χῶρο.
Κάποια, πού νίκησαν τή φθορά τοῦ χρόνου καί ἀναστηλώθηκαν, ἀλλά καί ὅσα “νικήθηκαν”, ἀποτελοῦν ἀντικείμενο μελέτης τῆς Χριστιανικῆς Ἀρχαιολογίας, πού ὁλοένα ἀποκαλύπτει ἴχνη τους. Ὅπως ἀποκαλύφθηκαν μέσα στήν ἄγρια βλάστηση, περί τό 1972, τά ἐρείπια περίφημου ναοῦ τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος τοῦ 9ου-10ου αἰ. στήν Ἄσκρη, κοιμητηριακοῦ ναοῦ τῆς ἄλλοτε ἀκμάζουσας ἐκεῖ Μονῆς, πού ἔχει ἐπικρατήσει νά λέγεται “Χριστός”.
Ἐπίσης, ὁ ἄλλοτε μικρός μοναστηριακός ναός τοῦ 11ου αἰ., “ἡ Ἁγία Σωτήρα” ἀφιερωμένος στή Μεταμόρφωση τοῦ Σωτῆρος στό Μαυρομμάτι, μεταποιήθηκε στό διάβα τοῦ χρόνου, δέχτηκε προσθῆκες ἀρχιτεκτονικές καί δέν θυμίζει πλέον τήν ἀρχική του μορφή καί τήν ἀρχική του χρήση.
Ὡς μοναστηριακός ἀναφέρεται καί ὁ ναός τοῦ Ἁγίου Νικολάου στήν κοιλάδα τῶν Μουσῶν, ὁ ὁποῖος ἔχει διασωθεῖ∙ ὅπως, ἐπίσης, καί ὁ ναός τῆς Ἁγίας Παρασκευῆς καί ὁ κοιμητηριακός ναός τοῦ Ἁγίου Βλασίου. Ἄγνωστο παραμένει πόσοι ναοί ὑπῆρχαν καί πόσες Μονές εἶχαν συσταθεῖ καί ἀφανίστηκαν.
Στήν παλαιοχριστιανική κοινότητα κοντά στήν Ἄσκρη, πού ὀνομάζεται “ Ἐπισκοπή” ἤ “ Ἅγιος Γεώργιος”, ὑπῆρχε παλαιοχριστιανικός ναός τοῦ Ἁγίου, τοῦ ὁποίου μόνο ἐλάχιστα ἴχνη του σώθηκαν ὥς σήμερα.

Τά αἴτια τῆς καταστροφῆς τους

Τά αἴτια τῆς καταστροφῆς τῶν ναΐσκων, τά ὁποῖα ρίχνουν φῶς σέ πολλές πτυχές τοῦ παρελθόντος, ἀναζητοῦνται πρωτίστως στά συνήθη αἴτια, ὅπως εἶναι οἱ σεισμοί. Καί, ὅπως εἶναι γνωστό, τήν πρώτη βυζαντινή περίοδο, τά ἔτη 543 καί 551, καταστροφικοί σεισμοί συγκλόνισαν τή Βοιωτία. Ὁ αὐτοκράτορας Ἰουστινιανός ἀνανέωσε καί στερέωσε τότε ὅλα τά τείχη τῶν πόλεων τῆς Βοιωτίας καί ἰδιαίτερα τῶν Θηβῶν.
Οἱ βαρβαρικές εἰσβολές καί οἱ λεηλασίες πρέπει νά προκάλεσαν, ἐπίσης, μεγάλες καταστροφές∙ μόνο στό διάστημα τῆς βασιλείας του (527 ἕως 565), ἡ Βοιωτία δέχτηκε 13 βαρβαρικές ἐπιδρομές καί λεηλασίες.
Ἀκολούθησαν, περί τόν 6ο αἰ., οἱ λεηλασίες καί παντός εἴδους καταστροφές ἀπό τίς ἐπιδρομές σλαβικῶν φύλων. Ἡ γειτονική πόλη τῶν Θεσπιῶν σχεδόν ἀφανίστηκε, καθώς τό τεῖχος τῶν ὑστερορωμαϊκῶν καί πρωτοβυζαντινῶν χρόνων δέν στάθηκε ἱκανό νά προστατεύσει τή μικρή τότε πόλη. Οἱ μικρές ἐγκαταστάσεις, πού δημιουργήθηκαν γύρω ἀπό τά ἐρείπια, ἀρχίζουν νά διαγράφουν τό μεσαιωνικό σκηνικό τῆς περιοχῆς. Τή σλαβική ἐγκατάσταση στήν περιοχή μαρτυρεῖ τό τοπωνύμιο Χάρμενα στή γειτονική Ἁλίαρτο καί ἴσως καί ἡ μετονομασία τῆς Ἄσκρης σέ Ζαράτοβα.
Ὅμως, ἐκτός τῶν αἰτίων πού προαναφέρθηκαν, ξένοι περιηγητές μέ ὑπέρμετρο ἀρχαιολατρικό ζῆλο καί χωρίς ἐρευνητικούς στόχους, στά χρόνια τῆς Τουρκοκρατίας κυρίως, συντέλεσαν στήν ἀποδόμηση καί τήν ἐξαφάνιση πολλῶν ναῶν ἀποτοιχίζοντας ἀρχαίους λίθους. Στήν προσπάθειά τους νά ἐντοπίσουν τά ἀρχαῖα ἱερά, πού ἀναφέρονταν στά κείμενα ἀρχαίων συγγραφέων, ἀποδομοῦσαν ἀμέθοδα τούς χριστιανικούς ναούς, πού εἶχαν ἀνεγερθεῖ στήν ἴδια θέση∙ λεηλατώντας τά ἐρείπιά τους συναποκόμιζαν συχνά καί ἀρχαιολογικό ὑλικό, ἐνεπίγραφους λίθους καί γλυπτά∙ ἐπεμβάσεις ἐρασιτεχνικές καί βεβιασμένες, πού δυστυχῶς κατέστρεψαν πολύτιμα στοιχεῖα τῶν βυζαντινῶν μνημείων.
Ἡ σύγχρονη ἔρευνα τῆς Βυζαντινῆς Ἀρχαιολογίας ὁλοένα μᾶς ἀποκαλύπτει χριστιανικά μνημεῖα, ἀκόμη κι ἄν δέν διασώζονται ἐπιγραφικές μαρτυρίες, ὅπως ὁ ναός τοῦ Ἁγίου Γεωργίου τοῦ 9ου αἰ. στήν Ξηρονομή. Ἄλλοτε πάλι, ἡ παρουσία ἀρχαίου ὑλικοῦ σέ μεταγενέστερες κατασκευές ὑπῆρξε παραπλανητική ὡς πρός τή χρονολόγησή τους.
Ἐνδέχεται στό μέλλον νά προκύψουν περισσότερα στοιχεῖα καί γιά τό ναό τοῦ Ἁγίου Γεωργίου. Πάντως, εἶναι λογικό νά ὑποθέσουμε ὅτι ἔχει διανύσει μιά διαδρομή στό χρόνο παράλληλη μέ ἐκείνη τῶν ἄλλων ναΐσκων.

2. Ἱστορικά στοιχεῖα τῆς Χριστιανικῆς Βοιωτίας
(1ος μ.Χ. – 12ος μ.Χ. αἰ.)

Ἀπό πολλές καί διαφορετικές αἰτίες ἔχουν ἐξαφανιστεῖ ἀκόμη καί τά ἴχνη κάποιων ναΐσκων. Αὐτό, καί μέ βεβαιότητα μποροῦμε νά τό ποῦμε, δέν ἔχει συμβεῖ στήν περίπτωση τοῦ ναοῦ τοῦ Ἁγίου Γεωργίου. Θά προσπαθήσουμε, λοιπόν, ἰχνηλατώντας στό χρόνο, νά προσεγγίσουμε τό ἱστορικό πλαίσιο, πού θά μποροῦσε νά ἔχει ἱδρυθεῖ ὁ πρῶτος ναός τοῦ Ἁγίου Γεωργίου.
Κάθε ἕνας ἀπό τούς πολυάριθμους ναΐσκους, εἴτε ἀποτίναξε τή φθορά καί ὀρθώνεται σήμερα ἀκέραιος εἴτε ἀποτελεῖ ἀνάμνηση, ἀριθμεῖ τούς δικούς του αἰῶνες, λιγότερους ἤ περισσότερους∙ ὅλοι τους, ὅμως, ἀποτελοῦν ψηφίδες μνήμης, πού συνθέτουν τό ψηφιδωτό τῆς χριστιανικῆς Βοιωτίας. Στή βίβλο τῶν εἴκοσι χριστιανικῶν αἰώνων της, κάθε ναός κατέχει τή δική του σελίδα, ἀπό τόν πρῶτο μεταχριστιανικό αἰώνα ἤδη, ὅταν ἡ Βοιωτία δέχτηκε τό μήνυμα τοῦ Χριστιανισμοῦ ἀπό τόν Ἀπόστολο Παῦλο, τόν κήρυκα τῶν Ἐθνῶν∙ μαζί μέ τόν Ἀπόστολο καί Εὐαγγελιστή Λουκᾶ ἐγκαθίδρυσαν στή Θήβα πρῶτο Ἐπίσκοπο τό Ροῦφο, τό γιό τοῦ Σίμωνα τοῦ Κυρηναίου, τόν ὁποῖον “ἠγγάρευσαν, ἵνα ἄρῃ τόν Σταυρόν τοῦ Χριστοῦ”.
Πολλές εἶναι οἱ παλαιοχριστιανικές κοινότητες, πού εἶχαν συγκροτηθεῖ ἀπό τήν πρώιμη Βυζαντινή περίοδο σ’ ὅλη τή Βοιωτία: Ἀπό τήν παλαιοχριστιανική πόλη τῆς Λιβαδειᾶς, τήν πατρίδα τοῦ ἁγίου Ρηγίνου (285-363) ἕως τή Θήβα, ὅπου τό 2ο μ.Χ. αἰ. σέ πρωτοχριστιανικό ναό τάφηκε ὁ Ἀπόστολος καί Εὐαγγελιστής Λουκᾶς. Ἀπό τήν Κορώνεια, τίς Πλαταιές, τήν Τανάγρα, ἕδρες Ἐπισκοπῶν, ἕως τίς περιοχές μέ τά λείψανα παλαιοχριστιανικῶν βασιλικῶν, τίς Ἐλευθερές, τά Αἰγόσθενα, τό Πλατανάκι, τήν Ξηρονομή, τή Στείριδα, τό Δίστομο∙ καί ἀπό τήν Ἀντίκυρα καί τή Ζάλτσα στόν Κορινθιακό ἕως τήν Ἀνθηδόνα στόν Εὐβοϊκό, οἱ πολλές παλαιοχριστιανικές βασιλικές δείχνουν ξεκάθαρα τήν εἰκόνα τῆς Βοιωτίας τῶν πρώτων χριστιανικῶν αἰώνων.
Στήν εὐρύτερη περιοχή τῆς σημερινῆς Μονῆς τοῦ Ἁγίου Γεωργίου ὁ Χριστιανισμός ἑδραιώθηκε πολύ ἐνωρίς∙ στίς Θεσπιές, τῆς ὁποίας τό ἔτος 458 Ἐπίσκοπος ὑπῆρξε ὁ Ρουφῖνος, λειτούργησαν παλαιοχριστιανικές κοινότητες.
Ἡ περιοχή τῆς Ἄσκρης, κοντά στήν Κοιλάδα τῶν Μουσῶν, στήν τοποθεσία πού ὥς σήμερα ὀνομάζεται “Ἐπισκοπή”, δίνει πλήρως τήν εἰκόνα τῆς πρωτοχριστιανικῆς κοινότητας∙ ὁ παλαιοχριστιανικός ναός της ἦταν ἀφιερωμένος στόν ἅγιο Γεώργιο, ἀπόδειξη τῆς βαθιά ριζωμένης εὐλάβειας τῶν κατοίκων τῆς περιοχῆς πρός τόν Ἅγιο. Καί εἶναι ἄξιο ἰδιαίτερης μνείας ὅτι στήν περιοχή αὐτή τῆς κοιλάδας τῶν Μουσῶν, ὅπου ἐντονότατες ἦταν οἱ μνῆμες τῆς εἰδωλολατρίας, ἤδη ἀπό πολύ ἐνωρίς ἀποδιδόταν τιμή πρός τόν ἅγιο Γεώργιο. Ὁ Ἅγιος μαρτύρησε τό ἔτος 303 κατά τό διωγμό τοῦ αὐτοκράτορα Διοκλητιανοῦ.
Μετά τόν 7ο καί 8ο αἰ., γνωστούς ὡς “σκοτεινούς ἤ αἰῶνες τῆς σιωπῆς”, γιά τή Βοιωτία ἀκολουθεῖ περίοδος ἀκμῆς. Ἀπό τό τέλος τοῦ 8ου αἰ. καί τίς ἀρχές τοῦ 9ου ἡ Θήβα γίνεται πρωτεύουσα τοῦ θέματος τῆς Ἑλλάδας, ἕδρα Στρατηγοῦ, Πρωτοσπαθάριου καί Ἀρχιεπισκόπου αὐτοκέφαλης Ἀρχιεπισκοπῆς.
Ἰδιαίτερα, ἡ πολιτιστική ἀκμή τῆς Βοιωτίας κορυφώνεται ἐπί τῆς δυναστείας τῶν Κομνηνῶν, μεταξύ τοῦ 1081-1180. Ἀσφαλῶς οἱ συνθῆκες διαγράφονται εὐνοϊκές γιά τήν οἰκοδόμηση ναῶν.
Κτίσμα τοῦ 872 μ.Χ. εἶναι τό περίτεχνο “ναΰδριο” τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου στή Θήβα, καί ὁ ἐπίσης περίτεχνος ναός τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου, τῆς Σκριποῦς, τοῦ 873-74, στόν Ὀρχομενό.
Τήν ἴδια ἐποχή, τόν 9ο πρός 10ο αἰ., κοντά στή γειτονική περιοχή τῆς ἀρχαίας Ἄσκρης, οἰκοδομήθηκε ὁ σπουδαῖος μνημειακός ναός τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος, γνωστός ὡς “Χριστός”, πού ὑπῆρξε ἄλλοτε κοιμητηριακός ναός ἀκμάζουσας Μονῆς.
Τόν 11ο αἰώνα ἱδρύεται ἡ Μονή Ἱερουσαλήμ (ἡ Ἁγιά-Ἀρσαλή) στίς πλαγιές τοῦ Παρνασσοῦ, τό θαυμάσιο τρίκογχο ἐκκλησάκι τοῦ Ἁγίου Σώζοντος στόν Ὀρχομενό, πού διαμνημονεύει τό πέρασμα τοῦ Βασιλείου τοῦ Βουλγαροκτόνου, καί ὁ ναΐσκος τοῦ Ἁγίου Γεωργίου τοῦ Τροπαιοφόρου στά Λουκίσια.
Τό 12ο αἰ. ἱδρύονται: Ἡ Μονή Εὐαγγελιστρίας Ἁλιάρτου ( ἀνακαινίζεται τόν 17ο αἰ.), τό ἀσκητήριο τοῦ ὁσίου Νικήτα καί ἡ Μονή τῆς Μακαριώτισσας. Στή θέση Μονῆς τοῦ 12ου αἰ., ἐπίσης, ἱδρύθηκε ἡ σημερινή Μονή τοῦ Ὁσίου Σεραφείμ Δομβοῦ τό 16ο αἰώνα.
Στό γειτονικό Μαυρομμάτι, σέ μικρή ἀπόσταση ἀπό τό ναό τοῦ Ἁγίου Γεωργίου, ὅπου ἡ σημερινή Μονή, τόν 11ο ἤ 12ο αἰώνα ἀνεγέρθηκε ὁ μικρός ἀρχικά ναός τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος∙ μετόχι τῆς Μονῆς Σαγματᾶ, τό 17ο αἰ. ἐπεκτάθηκε, γιά νά ἐπαρκέσει στίς ἀνάγκες τῶν κατοίκων πού συνεχῶς αὐξάνονταν. Μετά ἀπό οἰκοδομικές καί ἀρχιτεκτονικές ἐπεμβάσεις στό διάβα τοῦ χρόνου, ἔγραψε λαμπρή σελίδα στόν Ἀγώνα τῆς Ἐλευθερίας τό 1825.
Ἀσφαλῶς, στήν περίοδο αὐτή μέ τήν ἀνάκαμψη τῆς ἀγροτικῆς οἰκονομίας, ὑπῆρχαν οἱ προϋποθέσεις γιά τήν οἰκοδόμηση ναῶν. Τήν εἰκόνα τῆς πλήρους ὀργάνωσης καί τῆς δραστηριότητας τῶν ἀκμαιότατων ἀγροτικῶν κοινοτήτων τῆς περιοχῆς στή περίοδο τοῦ 11ου καί 12ου αἰ. ζωντανεύει τό βυζαντινό χειρόγραφο “Κτηματολόγιο τῶν Θηβῶν”.

3. Λατινοκρατία

Μετά τήν ἅλωση τῆς Κωνσταντινούπολης ἀπό τούς Σταυροφόρους τῆς 4ης Σταυροφορίας τό 1204 (13 Ἀπριλίου), τή διάλυση τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας, τό διαμελισμό τῶν ἐδαφῶν της καί τήν ἐγκαθίδρυση τῆς Λατινικῆς Αὐτοκρατορίας, ἀκολούθησε γιά τή Βοιωτία μιά ταραγμένη περίοδος ἑνός ἀπάνθρωπου φεουδαρχικοῦ καθεστῶτος, πού κράτησε διακόσια πενήντα ἔτη: ἡ περίοδος τῆς Λατινοκρατίας ἤ Φραγκοκρατίας (12041460).
Τήν περιοχή τῆς Βοιωτίας ὑπέταξαν ἐπανειλημμένως ξένοι κατακτητές: Βουργούνδιοι (1208-1311), Καταλανοί (1311-1380), Ναβαρραῖοι ἱππότες καί Φλωρεντινοί Ἀτζαγιόλι (1388-1460). Στή σκιά τῆς ἄκαμπτης φεουδαρχίας, οἱ συνθῆκες γιά τήν Ὀρθόδοξη πίστη καί συνεπῶς γιά τήν ἀνέγερση ναῶν ἦταν δυσμενέστατες.
Στήν ταραγμένη περίοδο τῶν διακοσίων πενήντα ἐτῶν τῆς Λατινοκρατίας, ἀπό τό 1204 ἕως τό 1453, ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τῆς Βοιωτίας τελοῦσε ὑπό διωγμό. Ὁ ὀρθόδοξος Ἀρχιεπίσκοπος ἀντικαταστάθηκε ἀπό Λατίνο καί διορίστηκαν Λατίνοι ἐπίσκοποι. Οἱ διωκόμενοι ὀρθόδοξοι Χριστιανοί ἀναζήτησαν ὡς τόπους λατρείας των τά σπήλαια τῆς Κωπαΐδας, πού εἶχαν δημιουργηθεῖ ἀπό τά νερά τῆς λίμνης καί τά διαμόρφωσαν σέ ναούς∙ ὅπως τά σπήλαια μέ θαυμάσιες ἁγιογραφίες τοῦ Ἁγίου Βλασίου ἤ Ζωοδόχου πηγῆς, τοῦ Ἁγίου Νικολάου καί τῆς Ἁγίας Τρίτης (τῆς Διακαινησίμου).
Μοναδικό μνημεῖο, χαρακτηριστικό τῆς ἐποχῆς, εἶναι ὁ ναός τοῦ Ἁγίου Γεωργίου στό Ἀκραίφνιο∙ χτίστηκε τό 1311 ἀπό τό Φλαμανδό αὐθέντη τῆς Καρδίτσας (σημερινό Ἀκραίφνιο), ὕστερα ἀπό τή μάχη τῆς Κωπαΐδας ἤ τοῦ Κηφισοῦ, πού σήμανε τό τέλος τῆς Φραγκικῆς περιόδου καί τήν ἀρχή τῆς Καταλανικῆς ἡγεμονίας.
Ἡ παρουσία τῶν Λατίνων φεουδαρχῶν στήν περιοχή γύρω ἀπό τόν Ἅγιο Γεώργιο εἶναι πιεστική. Στίς Θεσπιές, πού ἔχουν ἐρημώσει, τό ἐγκαταλελειμμένο πλέον κάστρο, σύμφωνα μέ παπικό ἔγγραφο τοῦ 1212, περνᾶ στήν ἰδιοκτησία μοναστικοῦ τάγματος τῶν Premonstratensians ἀπό τό Brindisi.
Ἡ Παλαιοπαναγιά στά 1455 εἶναι κτῆμα τοῦ Νερούτσο Πίττι, θείου τοῦ ἡγεμόνα τῆς Θήβας Φράγκου Ἀτζαγιόλι, καί τό Νεοχώρι, ὅπου ὑπῆρχε καί φραγκομονάστηρο, τό 1355-87 ἀνῆκε στό Φράγκο ἱερέα Φραγκίσκο Λοκάνσα.

4. Ἡ ἐγκατάσταση τῶν Ἀρβανιτῶν

Ἡ εἰκόνα τῆς Βοιωτίας στό τέλος τοῦ 14ου αἰώνα

Ἀπό τά μέσα τοῦ 14ου αἰώνα, ἡ Βοιωτία παρουσίαζε εἰκόνα ἀναστάτωσης. Στήν ἀραίωση τοῦ πληθυσμοῦ, πού προκάλεσε μετά τό 1348 ἡ φοβερή ἐπιδημία, γνωστή ὡς “μαύρη πανώλη”, προστέθηκαν οἱ εἰσβολές καί οἱ λεηλασίες τῶν Ναβαρραίων, τῶν Ὀθωμανῶν καί ἡ κατάρρευση τῆς Καταλανικῆς κυριαρχίας, τήν ὁποία διαδέχτηκε ἡ κυριαρχία τῶν Φλωρεντινῶν. Στό τελευταῖο τέταρτο τοῦ αἰώνα προστίθεται στό σκηνικό αὐτό ἡ ἐμφάνιση τῶν Ἀρβανιτῶν στή Βοιωτία, ἡ ὁποία, χωρίς νά σημάνει ἀνατροπή, δημιούργησε καινούργια δεδομένα συμπληρώνοντας τόν οἰκιστικό ἱστό. Τήν καινούργια εἰκόνα τῆς βοιωτικῆς ὑπαίθρου συνθέτουν τώρα οἱ πολλοί διάσπαρτοι μικροί οἰκισμοί-κατοῦνες τῶν Ἀρβανιτῶν καί τά σχετικά ὀλιγάριθμα Ἑλληνικά χωριά.
Ἐπειδή στήν εὔφορη περιοχή τῆς Ἁλιάρτου καί γύρω ἀπό τό ναό τοῦ Ἁγίου Γεωργίου ἀναπτύχθηκαν πολλοί μικροί οἰκισμοί, εἶναι ἀναγκαῖο νά γίνει ἀναφορά σ’ αὐτούς καί τή σχέση τους μέ τό ναό.

Οἱ Ἀρβανίτες τῆς Βοιωτίας: Ἡ ἱστορική πορεία καί ἡ ἐγκατάστασή τους

Γιά νά κατανοηθεῖ αὐτή ἡ σχέση, σκόπιμο εἶναι νά ζωντανέψουμε τήν πορεία τῶν Ἀρβανιτῶν καί τήν ἐγκατάστασή τους στή Βοιωτία, ὅπου μαζί μέ τούς ντόπιους Ἕλληνες συμβίωσαν ὡς ὑποτελεῖς, κάτω ἀπό τήν ἐξουσία τῶν φεουδαρχῶν γαιοκτημόνων καί τῶν στρατιωτικῶν διοικητῶν∙ ἀργότερα, στήν Τουρκοκρατία, ὄντας ὀρθόδοξοι Χριστιανοί, συντάχτηκαν ἀπό τούς κατακτητές μαζί μέ τούς Ἕλληνες κάτω ἀπό τόν ἴδιο τίτλο: ἄπιστοι (gebran).
Προερχόμενοι ἀπό τήν κεντρική Ἀλβανία καί τή Βόρειο Ἤπειρο, κλήθηκαν τό 1268 ἀπό τό Δεσπότη τῆς Ἠπείρου Μιχαήλ Β΄ Κομνηνό Δούκα, γιά νά ἐνισχύσουν τήν ἄμυνα τῶν νότιων συνόρων τῆς Αὐτοκρατορίας στήν περίοδο τῆς Λατινοκρατίας, κατά τήν κρατοῦσα ἱστορική ἄποψη. Γιά ποικίλους λόγους ἐγκατέλειψαν “τίς ἐνδιάμεσες ἑστίες τους” στή Θεσσαλία καί τή νότια Ἤπειρο-Αἰτωλοακαρνανία, ὅπου ἔζησαν μεταξύ τοῦ 1315-1380. Ἕνα μεγάλο μέρος ἀπό τίς πολυπληθεῖς αὐτές ὁμάδες ἦρθαν καί ἐγκαταστάθηκαν στήν περιοχή τῆς Βοιωτίας πρός τό τέλος τοῦ 14ου αἰ., ἀλλά καί μεταγενέστερα (1380-90, 1400-10, 1420-30).
Τό ἔτος 1382-3 πραγματοποιήθηκε ἡ “μαζική καί νόμιμη ἐγκατάστασή τους” στή Βοιωτία καί τήν Ἀττική, ὕστερα ἀπό πρόσκληση τοῦ Καταλανοῦ Δούκα Ἀθηνῶν καί Ὑπάτης Ραμόν ντέ Βιλλανόβα. Γιά νά ἐξασφαλίσει τήν ἐπικυριαρχία του στό βοιωτικό χῶρο, ἐγκατέστησε Ἀρβανίτες καί στή Λοκρίδα καί σέ πολλά χωριά τῆς Βοιωτίας, ἔναντι προνομίων (παροχή γῆς καί διετῆ φοροαπαλλαγή).
Ποιά εἶναι, ὅμως, τά στοιχεῖα τῆς ταυτότητας τῶν νέων ἐποίκων; Ἦταν ἀπόγονοι τῶν ἀρχαίων Ἰλλυριῶν ἀπό τίς πανάρχαιες, κοινές μέ τούς Ἕλληνες, πελασγικές ἑστίες, ἀπό τόπους ὅπου εἶχαν ἱδρυθεῖ πολλές Ἑλληνικές ἀποικίες: Ἡ Ἐπίδαμνος, ἡ Ἀπολλωνία, ἡ Λισσός, ὁ Αὐλώνας, τό Δυρράχιον καί ἄλλες. Πανάρχαιη ἡ σχέση τῆς ἀρχαίας Ἰλλυρίας καί τῆς Βοιωτίας, εἶναι ἐμφανής μέσα ἀπό τούς ἀρχαίους μύθους τούς σχετικούς μέ τόν Κάδμο, τό γιό του Ἰλλυριό καί τόν Ἡρακλῆ.
Ἡ ὀνομασία τους Ἀρβανίτες σχετίζεται μέ τή φυσικά ὀχυρή περιοχή γύρω ἀπό τό “Ἄρβανον” στήν κεντρική Ἀλβανία, ἡ ὁποία εἶναι γνωστή ἀπό τήν “Ἀλεξιάδα” τῆς Ἄννας Κομνηνῆς (1083-1154). Αὐτοπροσδιορίζονται, ἐπίσης, ὡς Ἄρμπεροι, ἀπό τήν ὀνομασία Ἀρμπερία, περιοχῆς τῆς Βορείου Ἠπείρου.
Ἀπό τό 14ο αἰ., ὅταν οἱ ντόπιοι Ἕλληνες καί οἱ Ἀρβανίτες, οἱ ὁποῖοι ἦταν ὀρθόδοξοι Χριστιανοί, βρέθηκαν ὑποτελεῖς στούς Φλωρεντινούς Ἀτζαγιόλι, πανίσχυρο ἑνοποιητικό στοιχεῖο ὑπῆρξε τό Ὀρθόδοξο χριστιανικό δόγμα.
Στούς ἑπόμενους αἰῶνες τῆς Τουρκοκρατίας καί τόν Ἀγώνα τῆς Ἐλευθερίας ἔγραψαν λαμπρές σελίδες ἡρωισμοῦ πολεμώντας μέ τούς Ἕλληνες ἐναντίον τῶν Τούρκων καί τῶν ἐξισλαμισμένων βορείων Ἀλβανῶν, γνωστῶν ὡς Τουρκαλβανῶν. Στήν ἱστορική πορεία τους μαζί μέ τά στοιχεῖα τῆς ξεχωριστῆς ταυτότητάς τους ἔχουν σφυρηλατήσει “ ἰσχυρότατη ἐθνική Ἑλληνική συνείδηση”, ὥστε δέν ὑπάρχει διαχωρισμός ἀνάμεσα στούς Ἕλληνες Ἀρβανίτες καί τούς ἄλλους Ἕλληνες.
Μιά σύντομη παρένθεση, ὀφειλόμενη τιμή, ἐπιβάλλει τό ὁλοκαύτωμα τοῦ Ἀθανασίου Σκουρτανιώτη καί τῶν παλληκαριῶν του μέσα στή Μονή τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος Μαυρομματίου, στήν “Ἁγιά Σωτήρα”, ὅπως λέγεται. Στήν κρισιμότατη καμπή τοῦ Ἀγώνα γιά τήν ἀπελευθέρωση ἀπό τόν τουρκικό ζυγό, ὁ Σκουρτανιώτης ξεκίνησε ἀπό τά Δερβενοχώρια καί ἔφτασε στό Νεοχώρι Θεσπιῶν, μέ ἐντολή νά ἀναχαιτίσει στρατιωτικό σῶμα Τούρκων ἀπό τή Χαλκίδα, πού λεηλατοῦσε τή Βοιωτία. Ἡ σύγκρουση ἔγινε στίς 26 Ὀκτωβρίου τοῦ 1826 καί ἡ τελευταία πράξη τοῦ δράματος ἔμελλε νά ὁλοκληρωθεῖ μέσα στό ναό, ὅπου κλείστηκε ὁ Σκουρτανιώτης καί τά παλληκάρια του, ὅταν μετά ἀπό φοβερή ἀναμέτρηση ἔμειναν χωρίς πολεμοφόδια. Τότε οἱ Τοῦρκοι ἀνέβηκαν στή στέγη τῆς ἐκκλησιᾶς, ἄνοιξαν ὀπές, ἔριξαν ρητίνη, θειάφι καί ἄλλες εὔφλεκτες ὕλες καί ἀποτελείωσαν τίς ἡρωικές αὐτές μορφές.
Ἄς γυρίσουμε, ὅμως, πίσω στό χρόνο, στή Βοιωτία τοῦ 1383 καί ἑξῆς, γιά νά σκιαγραφήσουμε τή γενική εἰκόνα ἀπό τήν πρώτη ἐγκατάσταση τῶν Ἀρβανιτῶν, τίς μετακινήσεις τους μέχρι τή σταθεροποίησή τους σέ μόνιμες ἐγκαταστάσεις καί τά στάδια, πού σέ γενικές γραμμές ἀκολουθήθηκαν. Θά συναντήσουμε τίς πολυπληθεῖς ὁμάδες τῶν γεωργῶν, κτηνοτρόφων καί πολεμιστῶν, ὀργανωμένους σέ μικρότερες ὁμάδες, τίς πατριές, νά ἐγκαθίστανται ἀρχικά σέ μικρούς οἰκισμούς, τίς λεγόμενες κατοῦνες, δηλ. μικρά χωριά, σέ πρόχειρες καλύβες.
Ἀρχικά ἐγκαταστάθηκαν σέ πεδινές περιοχές καί ἔπειτα σέ ὀρεινές περιοχές τοῦ Ἑλικώνα, στίς παρυφές τῶν χωριῶν. Ἀργότερα εἰσῆλθαν στά χωριά, στούς μεγαλύτερους οἰκισμούς, οἱ ὁποῖοι προϋπῆρχαν στήν ὀρεινή καί πεδινή ζώνη. Τά στάδια αὐτῆς τῆς ἐξέλιξης, διεργασία τεσσάρων περίπου γενεῶν, εἶναι ἀναγνωρίσιμα στήν εὐρύτερη περιοχή τοῦ Ἁγίου Γεωργίου ἀπό τήν ἐπιστημονική ἔρευνα.
Συγκεκριμένα, στά πρῶτα στάδια τῆς παρουσίας τους σ’ ἕναν τόπο, φαίνεται πώς “δέν δημιουργοῦσαν μόνιμες ἐγκαταστάσεις καί δέν ἔχτιζαν οἰκήματα μεγάλης ἀντοχῆς καί κόστους ”. Κατασκεύαζαν, μᾶλλον πρόχειρα οἰκήματα, τά ὁποῖα ἐγκατέλειπαν εὔκολα, ἄν χρειαζόταν, ἤ καί ἀνασυγκροτοῦσαν πρόχειρα ἐγκαταλελειμμένους οἰκισμούς. Καί εἶναι γνωστό ὅτι στή Βοιωτία ὑπῆρχε πλῆθος οἰκισμῶν, ἀρχαίων, ρωμαϊκῶν, βυζαντινῶν καί μεταβυζαντινῶν, πού κατά καιρούς ἐγκαταλείφτηκαν, ἐρημώθηκαν καί ξανακατοικήθηκαν.
Οἱ κυρίαρχοι τῆς περιοχῆς, οἱ Φλωρεντινοί Ἀτζαγιόλι, παραχώρησαν στούς Ἀρβανίτες ἀκαλλιέργητες δημόσιες γαῖες γιά καλλιέργεια καί κτηνοτροφία καί κάποιες φοροαπαλλαγές γιά συγκεκριμένο χρόνο. Ἡ τακτική αὐτή, γνωστή ἀπό τό Βυζάντιο, εἶναι ἡ λεγόμενη “πρόνοια” (= ἔκταση γῆς παραχωρούμενη ἀπό τόν αὐτοκράτορα ἔναντι στρατιωτικῶν ὑπηρεσιῶν).
Ἐκτός, ὅμως, ἀπό καλλιεργητές τῆς γῆς, ἦταν καί ἱκανοί κτηνοτρόφοι κοπαδιῶν ἀλόγων, τά ὁποῖα πωλοῦσαν ἤ χρησιμοποιοῦσαν ὡς στρατιῶτες ἱππεῖς. Ἄλλωστε, ἀνέκαθεν τό ἐλαφρύ ἱππικό ἀποτελοῦσε πατροπαράδοτη εἰδίκευση. Τό ἄλογο ἀποτελοῦσε τή δύναμή τους καί γι’ αὐτό, ὅπως ἦταν εὐνόητο, ἔγιναν εὐπρόσδεκτοι ὡς ὑποτελεῖς ἀπό τούς Ἀτζαγιόλι, οἱ ὁποῖοι, ὄντας ὀλιγάριθμοι, χρειάζονταν ἐκτός ἀπό τίς προσόδους καί στρατιωτική ὑποστήριξη, σέ περίοδο μάλιστα, πού ἡ παρουσία τῶν Τούρκων ἦταν ἀπειλητική. Στήν ἀσφαλῆ ἐπικοινωνία μεταξύ Εὔβοιας καί Ἀττικῆς οἱ ἱππεῖς γίνονταν, ἐπίσης, ἀπαραίτητοι. Ἡ στρατιωτική τέχνη ἦταν ἐπάγγελμα ἀποδοτικότατο καί μισθώνονταν ἀπό τούς Φλωρεντινούς Ἀτζαγιόλι Ἀρβανίτες καί ἐνδεχομένως Ἕλληνες, συνήθως ἱππεῖς καί σπανιότερα πεζοί, γιά τίς στρατιωτικές ὑπηρεσίες τους.
Ἡ τοπική παράδοση τοῦ Μαυρομματίου, χωριοῦ ἡμιορεινοῦ, τό ὁποῖο ἦταν ἕνα ἀπό τά λεγόμενα Στρατοχώρια τῆς Βοιωτίας, ἔχει διατηρήσει σέ γενικές γραμμές τήν ἀνάμνηση τῆς συγκρότησής του. Ὁ ἀρχικός οἰκισμός του μέ ὀργάνωση στρατιωτική ὀνομαζόταν “Στρατοχώρι”, ὀνομασία πού ἔμεινε στήν προφορική παράδοση ὥς σήμερα: «Τό νῦν Μαυρομμάτι πρό τῆς Τουρκοκρατίας ὀνομαζόταν Στρατοχώρι…». Τό θέμα ἔχει κεντρίσει καί τό ἐπισημονικό ἐνδιαφέρον, καθόσον, μάλιστα, οἱ γεωργοί τῆς πεδιάδας δέν γνώριζαν ἐξ ἴσου καλά “τήν τέχνη τοῦ ἀλόγου καί τά τόπια”.
Παρενθετικά ἀναφέρεται ὅτι γενικά οἱ πυρῆνες τῶν πολεμιστῶν, πού δημιουργήθηκαν ἀπό τό 14ο αἰ. σέ διάφορες περιοχές τῆς Ἑλλάδας, ἐξελίχτηκαν στά περίφημα γιά τήν ἀνδρεία τους στρατιωτικά σώματα ἐλαφροῦ ἱππικοῦ, πού ἀπαρτίζονταν ἀπό Ἕλληνες ἤ ἦταν μικτά ἀπό Ἕλληνες καί Ἀρβανίτες∙ ἔμειναν στήν ἱστορία γνωστά ὡς στρατιῶται (Stradioti) καί μετά τήν Ἅλωση διέπρεψαν προσφέροντας τίς ὑπηρεσίες τους στά κράτη τῆς Δυτικῆς Εὐρώπης ἀπό τό 15ο ὥς τό τέλος τοῦ 17ου αἰ. Τό ὄνομά τους, κατά τόν ἱστορικό Κ. Σάθα, προέρχεται ἀπό τήν Ἰταλική λέξη strada = στράτα, ἐπειδή βρίσκονταν πάντα στή στράτα χωρίς μόνιμα σπίτια.

Ἡ οἰκιστική εἰκόνα τῆς περιοχῆς μέ κέντρο τό ναό τοῦ Ἁγίου Γεωργίου

Ἄς σταθοῦμε, ὅμως, στήν οἰκιστική εἰκόνα τῆς περιοχῆς γύρω ἀπό τόν ναό τοῦ ἁγίου Γεωργίου, συνδυάζοντας τή σύγχρονη ἔρευνα μέ τήν ντόπια παράδοση, κυρίως τῶν κατοίκων τοῦ Μαυρομματίου∙ θά διαπιστώσουμε πώς ἡ ζωή τῶν ἀνθρώπων αὐτῶν κυριολεκτικά πλέχτηκε γύρω ἀπό τό ναό Του.
Σύμφωνα μέ τή ἔρευνα καί τίς γραπτές πηγές, ἀλλά καί μέ ὅσα κατέγραψε ἡ συλλογική μνήμη, ὁ πρῶτος οἰκισμός τῶν Ἀρβανιτῶν δημιουργήθηκε στήν περιοχή πού ὀνομαζόταν Χάρμενα Ἁλιάρτου, σέ ἀπόσταση διακοσίων μέτρων περίπου βορειοανατολικά τοῦ ναοῦ τοῦ Ἁγίου Γεωργίου. Ἀναφέρεται, ἐπίσης, καί μικροοικισμός, νοτιότερα, στή θέση Μαυροχάρμενα.
Ἡ Χάρμενα ἦταν ἕνας ἀπό τούς πολλούς καί σχετικά πολυπληθεῖς οἰκισμούς τῆς περιοχῆς τῆς Ἁλιάρτου, ἡ ὁποία ἦταν πυκνοκατοικημένη περιοχή ἤδη στή Λατινοκρατία καί διατηροῦσε τόν κυρίαρχο ἑλληνικό χαρακτήρα της: Τό 1466 καταγράφονται 27 ἑστίες καί τό 1506, 56 ἑστίες.
Τό μᾶλλον σλαβογενές ὄνομά της ἀπαντᾶται τόν 11ο καί 12ο αἰ. ὡς τοπωνύμιο στή Θήβα καί ἕως σήμερα στήν Ἄμφισσα (ταμπάκικα Χάρμενας), συνδεόμενο πάντα μέ τήν ὕπαρξη νεροῦ, ὅπως πρέπει νά συνέβαινε καί μέ τή Χάρμενα Ἁλιάρτου.
Ἡ ἀνάμνηση τῶν Ἀρβανιτῶν ὅτι στήν ἀρχική τους ἐγκατάσταση στόν οἰκισμό τῆς Χάρμενας χρησιμοποίησαν, τότε, τό ναό τοῦ Ἁγίου Γεωργίου, ἔχει διασωθεῖ ὥς σήμερα στήν παράδοση τῶν Μαυρομματαίων, ὑπογραμμίζοντας τά ἔντονα συναισθήματα τῆς εὐλάβειάς τους πρός τό Μεγαλομάρτυρα. Στίς μετέπειτα μετακινήσεις τους, ὅπως θά δοῦμε, καί πάλι δημιούργησαν ἕναν ἄλλο οἰκισμό σέ περιοχή ἀνατολικά τοῦ Ἁγίου Γεωργίου.
Ἄς παρακολουθήσουμε, ὅμως, τήν πορεία τους: Ἀρχικά οἱ γεωργοποιμένες καί πολεμιστές Ἀρβανίτες τῆς περιοχῆς τῆς Χάρμενας Ἁλιάρτου, “προνοιασμένοι” στό Λατίνο φεουδάρχη, παρεῖχαν τίς στρατιωτικές ὑπηρεσίες τους ζώντας σέ ἐλεγχόμενη ἀπ’ αὐτόν περιοχή.
Προφανῶς, ἡ Ἁλίαρτος, ἡ ὁποία βρισκόταν σέ στρατηγικό ὀχυρό σημεῖο, ὅπως φανερώνει καί ὁ πύργος της, χτισμένος τό 13ο αἰ., παρεῖχε προστασία στό φεουδάρχη καί τούς ὑποτελεῖς του. Οἱ ὑποτελεῖς Ἕλληνες καί Ἀρβανίτες πολέμησαν ὑπό τούς Ἀτζαγιόλι τούς Τούρκους ἕως τό 1460, ὅταν ἡ Βοιωτία ἀπό τή Φλωρεντινή κυριαρχία τῶν Ἀτζαγιόλι πέρασε στήν Τούρκους.
Ὅμως, μετά τήν ἐπικράτηση τῶν Τούρκων καί τήν κατάρρευση τῆς φεουδαρχίας στήν περιοχή, στίς ἀνασφαλεῖς συνθῆκες πού δημιουργήθηκαν γιά τούς ὑποτελεῖς, ὁ οἰκισμός στή Χάρμενα ἐγκαταλείφτηκε, μερικῶς ἴσως∙ κάποιοι ἀπό τούς κατοίκους του, ὡς νομάδες κτηνοτρόφοι, μετακινήθηκαν πρός τό Μαυρομμάτι. Ἡ ζωή τῶν ἀνθρώπων καί οἱ ἀσχολίες τους προσαρμόστηκαν στίς νέες συνθῆκες καί ἀσχολήθηκαν μᾶλλον μέ τήν κτηνοτροφία. Ὅπως προαναφέρθηκε, σύμφωνα μέ τήν προφορική παράδοση, μετά τήν ἐπικράτηση τῶν Τούρκων ὁ μικρός οἰκισμός ὀνομάστηκε Μαυρομμάτι, ἀντί Στρατοχώρι. Σύμφωνα μέ τά ὑπάρχοντα στοιχεῖα, περί τά τέλη τοῦ 17ου αἰ. οἱ κάτοικοί του αὐξάνονταν συνεχῶς.
Ἀνατρέχοντας στά 1466, λίγα χρόνια μετά τήν τουρκική κατάκτηση, βρίσκουμε στό πρῶτο γνωστό ὀθωμανικό κατάστιχο μικρό οἰκισμό 7 ἑστιῶν μέ τήν ὀνομασία “Mavromati Yorgi / Μαυρομμάτι”. Προφανῶς, ἱδρύθηκε σέ χῶρο “τέως οἰκισμένο”, πού εἶχε ἤδη κατοικηθεῖ στό παρελθόν, γιατί στούς οἰκισμούς τοῦ τέλους τοῦ 14ου καί ἀρχές τοῦ 15ου αἰ. (ὕστερη Φραγκοκρατία) ἀναφέρεται ὁ οἰκισμός ὡς “Παλαιομαυρομάτι”. Στά 1506 αὐξήθηκε ὁ πληθυσμός τοῦ χωριοῦ σέ 15 ἑστίες καί φέρεται, ἐπίσης, μέ τό ὄνομα Mavromati Yorgi.
Διαφαίνεται, βέβαια, κάποια σχέση τοῦ τοπωνυμίου μέ τό ὄνομα Γεώργιος. Καί ἡ τοπική παράδοση δίνει δύο ἐξηγήσεις: κατά μία ἄποψη, τό τοπωνύμιο “Μαυρομμάτι” σχετίζεται μέ τόν πρῶτο οἰκιστή καί τά μαῦρα χαρακτηριστικά μάτια του ἤ μέ κάποιο σημάδι κοντά στά μάτια του, “σάν ἀστέρι μαῦρο”.
Ἰσχυρή εἶναι καί ἡ παράδοση πού ἀποδίδει τό τοπωνύμιο στό ὅτι χρησιμοποιοῦσαν ὡς ἐκκλησία τόν Ἅγιο Γεώργιο στόν ἀρχικό οἰκισμό τους, στή Χάρμενα, καί δείχνει ἀναμφίβολα τή ριζωμένη εὐλάβεια στό Μάρτυρα τοῦ Χριστοῦ. Ἀργότερα, ὅταν μονιμοποιήθηκε ἡ ἐγκατάστασή τους στό Μαυρομμάτι, ὁ μικρός βυζαντινός ναός τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος, κτίσμα τοῦ 11ου αἰ., ἦταν τό θρησκευτικό κέντρο τῶν κατοίκων τοῦ Μαυρομματίου.
Ἐνδιαφέρουσα εἶναι, ὅμως, μιά σύντομη ἀναφορά στήν ἐτυμολογία τοῦ τοπωνυμίου, πού δίνει, ἴσως, κάποιες ἀπαντήσεις. Ὅπως προαναφέρθηκε, τό χωριό Mavromati-Yorgi καταγράφεται γιά πρώτη φορά στούς καταλόγους τῶν οἰκισμῶν τοῦ 1466, ὡς ἀρβανίτικο χωριό μέ 7 ἑστίες∙ τό ὄνομά του Μαυρομμάτι εἶναι ἑλληνικῆς προέλευσης καί κατατάσσεται στά τοπωνύμια μέ βυζαντινή προέλευση, τά ὁποῖα εἶναι εἴτε ἁγιωνυμικά, ὅπως, π.χ. Ἅγιος Βλάσιος, Παναγιά, εἴτε λαϊκά, ὅπως Νεοχωράκι κ.ἄ. Γιά τό Μαυρομμάτι πιθανότερη θεωρεῖται ἡ λαϊκή προέλευσή του.
Ἴσως πρόκειται γιά ἐπώνυμο τοῦ πρώτου οἰκιστῆ τοῦ χωριοῦ, προερχόμενο, πιθανῶς, ἀπό τή θητεία τοῦ ἴδιου ἤ τῶν προγόνων του ὡς παροίκων σέ κάποιο βυζαντινό γαιοκτήμονα. Τό παρωνύμιο “Μαυρομμάτης” ἦταν σύνηθες στό Βυζάντιο καί σήμαινε τό μελανόφθαλμο. Παρόμοια εἶναι ἡ περίπτωση τοῦ χωριοῦ Τσουκαλᾶδες τῆς Λιβαδειᾶς, πού στούς καταλόγους τοῦ 1466 καί τῶν ἀρχῶν τοῦ 16ου αἰ. καταγράφεται ὡς Tsukalades Yorgi. Ἔχει θεωρηθεῖ ὅτι τό ὄνομα Τσουκαλᾶς ἤ Τζυκαλᾶς, γνωστό βυζαντινό ἐπώνυμο, γαιοκτήμονα ἴσως, προσκολλήθηκε στούς παροίκους του. Πέρα, ὅμως, ἀπό τίς γλωσσολογικές ἀναζητήσεις, ἡ ἐτυμολογία, γραμμένη στήν ἀνθρώπινη καρδιά, δέν σφάλλει…
Κατά τήν τοπική παράδοση, ὅταν οἱ συνθῆκες ἐπέβαλαν νέα μετακίνηση καί δημιουργία ἑνός νέου οἰκισμοῦ σέ ἀσφαλέστερο τόπο, ἵδρυσαν τό μικροοικισμό τοῦ Λακκοχωρίου, κοντά, ἐπίσης, στό ναό τοῦ Ἁγίου Γεωργίου, πρός τά ἀνατολικά, σέ ἀπόσταση διακοσίων περίπου μέτρων. Ἐκεῖ, σέ πιό ἀπόμακρο τόπο, ἀναζήτησαν τήν ἀσφάλεια μακριά ἀπό τόν κεντρικό δρόμο, πού συνέδεε τή Θήβα μέ τή Λιβαδειά∙ ἐπίσης, τήν προφύλαξη ἀπό τό “κουνούπι τῆς Κωπαΐδας, πού προκαλοῦσε ἑλονοσία καί τήν ἀσθένεια τῶν προβάτων, τόν ἄνθρακα”. Τελικά, κατά τήν τοπική παράδοση, ὁ οἰκισμός τοῦ Λακκοχωρίου ἀπορροφήθηκε ἀπό τό Μαυρομμάτι τό 17ο αἰώνα.
Συμπερασματικά, καταλήγουμε πώς οἱ πολλοί μικροοικισμοί-κατοῦνες τῶν Ὀρθόδοξων Ἀρβανιτῶν ἀπό τό τέλος τοῦ 14ου αἰ. μέχρι τή διαμόρφωση τῶν πυρήνων τῶν χωριῶν στήν εὐρύτερη περιοχή γύρω ἀπό τό ναό τοῦ Ἁγίου Γεωργίου, συνετέλεσαν, ὥστε ὁ ναός νά μή γνωρίσει τήν ἐρήμωση καί τήν παρακμή, ὥς τήν ἀνακαίνισή του τό 18ο αἰώνα. Σέ μιά ἐποχή, πού συνθλιβόταν ἀνάμεσα σέ κάθε εἴδους συγκρούσεις, ἡ διαρκής ἀνθρώπινη παρουσία τῶν πολλῶν οἰκισμῶν τῆς πυκνοκατοικημένης Χάρμενας συνέβαλε στή συντήρησή του, ὅπως γενικά συμβαίνει μέ τίς ἐκκλησιές, τίς μικρές Μονές καί τά μνημεῖα.

5. Τό τοπωνύμιο “Καλύβια Ἁγίου Γεωργίου”

Κοντά στό ναό τοῦ Ἁγίου Γεωργίου ὑπῆρχε οἰκισμός, ὁ ὁποῖος ἔφερε τό ὄνομα “Καλύβια Ἁγίου Γεωργίου”. Ἡ συλλογική μνήμη τῶν κατοίκων τοῦ Μαυρομματίου δέν ἔχει διασώσει καμιά πληροφορία, οὔτε κἄν τήν ἀνάμνησή του ὡς οἰκισμοῦ, καί μᾶλλον θεωρήθηκε σάν κάποιος ἐνδιάμεσος σταθμός στίς μετακινήσεις τῶν ποιμένων, ὅπως παραπέμπει ἡ συνήθης ἑρμηνεία τῆς λέξης καλύβι, δηλαδή μικρό πρόχειρο παράπηγμα, κατασκευασμένο μέ χόρτα ἤ σανίδια. Μόνο ἡ τοπωνυμία ἔχει διατηρηθεῖ καί ἀορίστως ἡ θέση του “κάπου στή Χάρμενα”∙ στοιχεῖα πού ἐπαληθεύουν, γιά μιά ἀκόμη φορά πώς ὁ ναός τοῦ Ἁγίου Γεωργίου, κυρίαρχος στήν περιοχή, ἀποτελοῦσε ἄξονα στή ζωή τῶν ἀνθρώπων καί σημεῖο ἀναφορᾶς γιά τόν τόπο.
Τόν οἰκισμό αὐτόν ἀνασύρουν ἀπό τή λήθη μόνο οἱ γραπτές πηγές, οἱ ὁποῖες προσδιορίζουν καί τή θέση του. Συγκεκριμένα, στό Βασιλικό Διάταγμα μέ ἡμερομηνία 8/20 Ἀπριλίου τοῦ 1835, σχετικό μέ τή σύσταση τοῦ Δήμου Θεσπιῶν, μέ ἕδρα τό Ἐρημόκαστρο (Θεσπιές), περιλαμβάνονται καί τά χωριά πού τόν ἀπαρτίζουν. Ἕνα ἀπό αὐτά εἶναι καί τό χωριό Καλύβια Ἁγίου Γεωργίου καί μάλιστα τό δεύτερο σέ πληθυσμό χωριό τοῦ ὑπό σύσταση Δήμου μέ 74 οἰκογένειες καί 325 κατοίκους.
Στό Διάταγμα ἀναγράφεται ὁ χρόνος πού χρειαζόταν, γιά νά φτάσει κάποιος ἀπό τήν ἕδρα σέ κάθε χωριό, πεζοπορώντας ἀπό τά χρησιμοποιούμενα μονοπάτια∙ ὁ χρόνος αὐτός προσδιορίζει τήν ἀπόσταση ἀπό τό Ἐρημόκαστρο, ἄρα καί τή θέση τοῦ κάθε χωριοῦ. Μέ τόν τρόπο αὐτό, ἡ θέση τοῦ οἰκισμοῦ Καλύβια Ἁγίου Γεωργίου προσδιορίζεται ὅτι ἦταν στήν περιοχή τῆς Χάρμενας, καί συγκεκριμένα, κάπου κοντά στόν Ἅγιο Γεώργιο.

ΠΙΝΑΚΑΣ ΧΩΡΙΩΝ ΔΗΜΟΥ ΘΕΣΠΙΩΝ ΤΟΥ Β.Δ. 8/20 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 1835

Χωρίον ΑΑΕ Οἰκογένειες Πληθυσμός
( Ἀπόσταση ἀπό ἕδρα-Ἐρημόκαστρο)
————————————————————————————————–
Ἐρημόκαστρον (Θεσπιές) 0:00 71 317
Καλύβια Ἁγ. Γεωργίου 1:35 74 325
Μαυρομάτι 1:00 –
Κασκαβέλι 0:05 48 184
Μορόκαμπος 1:30 21 77
Τζόαννο 0:25 4 18
Βάγια 0:32 105 442
Καζνέσι 0:30 74 269
Ἀρχοντίκι 1:25 4 18
Μονή Μαζαρακίου –
Μονή Ἁγίου Χαραλάμπους 3:00 27 99
Σύνολο (δήμου Θεσπιῶν) 1749
—————————————————————————————————–
(Ὁ πίνακας ἀπό τό βιβλίο: Γιῶργος Εὐ. Ἀντωνίου, Βάγια-Κασνέσι Βοιωτίας,σελ.131)

Ὁ οἰκισμός ἀναφέρεται, ἐπίσης, σέ Βασιλικό Διάταγμα τῆς 1/13 Ὀκτωβρίου 1835, γιά τό σχηματισμό τοῦ Δήμου Ἁλιάρτου καί τήν ἔνταξή του στήν ἐπαρχία Λεβαδείας μέ ἕδρα τήν Ἁλίαρτο (Μάζι). Ὁ δῆμος μέ ἕδρα τήν Ἁλίαρτο (Μάζι) συγκροτήθηκε ἀπό τά χωριά: Μαυρομμάτι, Ζαγορᾶς, Καλύβια Ἁγίου Γεωργίου, Μύλοι Μαζίου, Μούλκι, Μονή Ζαγορᾶς, Βρασταμήτας, Σιάχου, Μαμούρα, Μονή Ἁγίου Νικολάου.
Ἡ ὕπαρξή του ἐπιβεβαιώνεται, ἐπίσης, καί στό Βασιλικό Διάταγμα, μέ τό ὁποῖο οἱ κάτοικοι τῶν δύο οἰκισμῶν Μαυρομματίου καί Καλυβίων Ἁγίου Γεωργίου ἐντάχτηκαν στό Δῆμο Θεσπιέων, μετά τήν ἀπόσπασή τους ἀπό τό δῆμο Ἁλιάρτου.
Στήν εὔφορη καί πυκνοκατοικημένη εὐρύτερη περιοχή τῆς Ἁλιάρτου, ὅπου ἀνῆκε καί ὁ πολυπληθής οἰκισμός τῆς Χάρμενας, καί στό πλαίσιο τῆς ἰδιότυπης κατοίκησης στή Βοιωτία, δέν προκαλεῖ ἀσφαλῶς ἔκπληξη πού ἕνα χωριό δέν ἔχει ἀφήσει ἴχνη κατοίκησης. Εἶναι, ἐπίσης, ἄγνωστο σέ ποιά ἐποχή μπορεῖ νά εἶχε συγκροτηθεῖ. Ἄλλωστε, ὅπως ἀποκαλύπτει ἡ ἐπιφανειακή ἀρχαιολογική ἔρευνα, “φυτρώνουν” ἀκόμη καί στήν ἴδια θέση, οἰκισμοί σέ διάφορες ἐποχές, ἀρχαῖοι, βυζαντινοί, μεταβυζαντινοί, οἱ ὁποῖοι κατά καιρούς ἐγκαταλείπονται καί δέν ἀφήνουν ἴχνη κατοίκησης.
Ἡ ἵδρυση τοῦ οἰκισμοῦ Καλύβια Ἁγίου Γεωργίου στήν περιοχή τῆς Χάρμενας, μέ τό ἑλληνικό τοπωνύμιό του ὁδηγεῖ εὔλογα στήν ὑπόθεση ὅτι ἦταν ἤ ἕνας ἑλληνικός οἰκισμός ἤ κάποιος ἀπό τούς οἰκισμούς-καντοῦνες τῶν Ἀρβανιτῶν μέ ἑλληνικό τοπωνύμιο.
Πάντως, πρέπει νά συνεκτιμηθεῖ καί τό γεγονός ὅτι κατά τήν Τουρκοκρατία τά Καλύβια Ἁγίου Γεωργίου εἶχαν πλήρη κοινοτική ὀργάνωση, ὅπως καί ὁ ἡγετικός οἰκισμός τοῦ Μαυρομματίου. Ὑπῆρχαν προεστοί καί ἐκλεγμένοι Δημογέροντες καί ὑπῆρχαν, ἐπίσης, γαιοκτήμονες, πού κατεῖχαν τίτλους ἰδιοκτησίας ἀγροτικῶν ἐκτάσεων. Ἡ εἰκόνα αὐτή δύσκολα συνθέτει μορφή ποιμενικοῦ οἰκισμοῦ μέ εὐέλικτη νομαδική μετακίνηση, ὅπως συνειρμικά, ἴσως, δημιουργεῖ ἡ λέξη “καλύβια”. Στήν οὐσία ὁ χρόνος καί ὁ τρόπος πού δημιουργήθηκε ὁ ἀρχικός οἰκισμός παραμένει ἄγνωστος, καθώς καί ἡ προφορική παράδοση, ἡ ὁποία ἔχει συγκρατήσει πολλές ἄλλες ἱστορικές πληροφορίες, ἐδῶ ἀδυνατεῖ.
Ἡ εἰκόνα, πάντως, πού παρουσιάζει στήν Τουρκοκρατία τό χωριό μέ τήν ἄρτια κοινοτική ὀργάνωσή του, μᾶλλον παραπέμπει σέ στοιχεῖα προερχόμενα ἀπό τήν ὀργάνωση τῆς περιοχῆς τῶν Θηβῶν κατά τή Βυζαντινή περίοδο. Ἴσως πρόκειται γιά τήν ἐξέλιξη κάποιων ἀπό τίς διασπαρμένες ἐγκαταστάσεις τῶν κοινοτήτων, ὅπου οἱ ἄνθρωποι ζοῦσαν κοντά στίς ἰδιοκτησίες τους καί οἱ ὁποῖες συνέχεια ἀποτέλεσαν πυρῆνες οἰκισμῶν.
Ὅπως κι ἄν ἔχει, ὅμως, τό τοπωνύμιο Καλύβια Ἁγίου Γεωργίου εἶναι στοιχεῖο πού ἐπαληθεύει, γιά μιά ἀκόμη φορά, πώς ὁ ναός τοῦ Ἁγίου, κυρίαρχος στήν περιοχή, ἀποτελοῦσε ἄξονα στή ζωή τῶν ἀνθρώπων καί σημεῖο ἀναφορᾶς γιά τόν τόπο, ἀπό τότε πού διάλεξαν τήν πιό περίοπτη θέση τοῦ τρισχαριτωμένου αὐτοῦ τόπου, γιά νά θρονιάσουν τόν Τροπαιοφόρο Γεώργιο προστάτη τους.

6. Ἡ Ὀρθόδοξη πνευματική παράδοση τῆς περιοχῆς

Οἱ ναΐσκοι τοῦ Ἁγίου Γεωργίου

Πολλά, θα μποροῦσαν νά μᾶς ἱστορήσουν γιά τό παρελθόν τοῦ τόπου τά σιωπηλά ξωκκλήσια, πού κουρνιάζουν ὁλόγυρα στήν ἐκκλησιά τοῦ Ἁγίου. Στήν πίσω μεριά τοῦ λόφου, νοτιοδυτικά, ἀνάμεσα στίς πρασινάδες, πού τίς δροσίζει τό Κεφαλάρι μέ τά πλούσια νερά του, βρίσκεται τό παλαιό ἐκκλησάκι τῶν Ταξιαρχῶν. Ἀνηφορίζοντας ἀπό τήν Ἁλίαρτο πρός τήν ἐκκλησιά τοῦ Ἁγίου, ἑκατό πενήντα περίπου μέτρα πρίν ἀπό τή Μονή, δεξιά τοῦ δρόμου, στό ξέφωτο πού βλέπει πρός τήν Κωπαΐδα βρίσκεται τό ἐκκλησάκι τῆς Ἁγίας Παρασκευῆς. Καινουργιοχτισμένο σήμερα, δέν θυμᾶται πιά τούς αἰῶνες πού διάβηκαν∙ τό 1835, ὄντας ἐρειπωμένο, ξαναχτίστηκε∙ πιθανότατα καί τά δύο ἐκκλησάκια ἀνοικοδομήθηκαν ὕστερα ἀπό τό σεισμό τοῦ 1853.
Τό τρίτο ἐκκλησάκι τοῦ Ὁσίου Μελετίου ἀφανίστηκε στό χρόνο καί μόνο ἕνα προσκυνητάρι καί λίγες πέτρες, σπαρμένες ἀνάμεσα στά πρινόδενδρα τῆς ἄλλοτε ἐκκλησιᾶς ἀπέμειναν. Φαίνεται ὅτι ἡ μνήμη τῶν ἀνθρώπων δέν σιμώνει οὔτε στό χρόνο τῆς κατάρρευσής του καί τόν τοποθετεῖ ἀορίστως πρό τοῦ 1800. Λεηλασία ἆραγε τοῦ χρόνου ἤ τῶν ἀνθρώπων; Πάντως, ἀπό τό χρόνο τῆς κοίμησης τοῦ Ὁσίου συνάγεται ὅτι οἱ ναοί ἐπ’ ὀνόματί του ἦταν βυζαντινά κτίσματα ἀπό τοῦ 11ου αἰ.καί ἑξῆς.

Ὁ ναός τοῦ ὁσίου Μελετίου καί ἡ μοναστική παράδοση τῆς περιοχῆς

Ἀξιοσημείωτο εἶναι ὅτι στή γειτονική Ἄσκρη/Παναγία, χωριό μέ βαθιά χριστιανικές ρίζες, ὁ σημερινός ναΐσκος πρός τιμήν τοῦ Ὁσίου, μέ τό φρέαρ δίπλα, κατά τήν παράδοση εἶναι ἀνάμνηση τοῦ παλαιότατου μεγάλου ναοῦ του. Θαυμάσιο εἶναι, ἐπίσης, τό ναΰδριο τοῦ ὁσίου Μελετίου, βυζαντινό κτίσμα τοῦ 11ου αἰ., στό δρόμο ἀπό τίς Ἐρυθρές πρός Δάφνη.
Ἀναμφισβήτητα, στήν περιοχή τοῦ Ἁγίου Γεωργίου διαφαίνεται μιά ἰδιαίτερη σχέση εὐλάβειας πρός τόν ἀσκητή Ἅγιο τῆς Βοιωτικῆς ἐκκλησίας, ἄν καί στή Βοιωτία σπανίζουν γενικά ναοί τοῦ Ὁσίου Μελετίου. Ἴσως, γιά τούς ἁπλούς ἀνθρώπους ὁ Ὅσιος, ὁ ὁποῖος κοιμήθηκε τό 1105, ὡς νεότερος Ἅγιος, δέν ἦταν ἀπό τούς γνωστούς “δημοφιλεῖς” Ἁγίους.
Βεβαίως, ἡ ἀρχική μορφή καί ἡ χρήση τοῦ ἐξωκκλησιοῦ τοῦ Ὁσίου Μελετίου, πού ὑπῆρχε ἄλλοτε κοντά στόν Ἅγιο Γεώργιο, δέν μᾶς εἶναι γνωστή. Ἡ ἀνάθεσή του, ὅμως, σέ ἕναν Ἅγιο τῆς Βοιωτικῆς ἐκκλησίας, στό ὄνομα τοῦ ὁποίου δέν ὑπῆρχαν πολλές ἐκκλησίες στή Βοιωτία, ἄν καί ἦταν ἀναμορφωτής τοῦ μοναστικοῦ βίου μαζί μέ τόν ὅσιο Λουκᾶ καί τό Νίκωνα τόν “Μετανοεῖτε”, κεντρίζει ὁπωσδήποτε τό ἐνδιαφέρον.
Πράγματι, ὑπάρχουν πτυχές τοῦ βίου τοῦ ὁσίου Μελετίου, πού ἀποκαλύπτουν τούς πνευματικούς δεσμούς του μέ τήν περιοχή καί τήν ἰδιαίτερη σχέση εὐλάβειας πρός τό Μεγαλομάρτυρα Γεώργιο∙ ἀβίαστα ὁδηγεῖται ἡ σκέψη πώς ἡ ἀνάθεση τῆς ἐκκλησίας πρός τιμήν τοῦ ὁσίου ἦταν ἐπιλογή, πού προϋπέθετε βαθιά θεολογική κατάρτιση.
Ἄς σταθοῦμε, ὅμως, στό συναξάρι τοῦ Ὁσίου: Δεκαεπταετής ὄντας ὁ Μελέτιος, ἀναχώρησε ἀπό τήν Καππαδοκία, τήν πατρίδα του, γιά τήν Κωνσταντινούπολη, ὅπου μόνασε στή Μονή Χρυσοστόμου∙ ἐπισκέφτηκε προσκυνηματικά τούς Ἁγίους Τόπους, τή Ρώμη, τό ναό τῆς Θεοτόκου στόν Παρθενώνα καί τή Θεσσαλονίκη, γιά νά προσκυνήσει τήν “ἁγιοφόρον σορόν” τοῦ ἁγίου Δημητρίου.
Ὁ βιογράφος του, Ἐπίσκοπος Μεθώνης Νικόλαος, γράφει πώς μόλις ὁ Μελέτιος ἐξῆλθε ἀπό τή Θεσσαλονίκη τοῦ παρουσιάστηκε «νεανίας τις…τήν ὅρασιν εὐπρεπής, τήν ἔντευξιν εὐμενής, τό ἦθος κόσμιον» καί τοῦ ὑπέδειξε νά μεταβεῖ πρός τό Μάρτυρα Γεώργιο, ὁ ὁποῖος «ηὐτρέπισεν αὐτῷ καταγώγιον περίπου τά θηβαϊκά τῆς Ἑλλάδος ὅρια, ἐν τῷ πρός νότον μέρει τῆς πόλεως…».
Ὁ Μάρτυρας Γεώργιος, ὁδηγός στήν ἐπίγεια καί κυρίως στήν πνευματική πορεία τοῦ Καππαδόκη ὁσίου Μελετίου, ὁδήγησε τά βήματά του στή Βοιωτική γῆ. Ἀφοῦ ἔζησε ἡσυχαστικά ἐπί 28 χρόνια στό μικρό ναό τοῦ Ἁγίου Γεωργίου στή Δάφνη, τόν ὁποῖο μετέβαλε σέ μοναστήρι, μετέπειτα ἵδρυσε τήν περιώνυμη Μονή του στόν Κιθαιρώνα. Κατά τήν παράδοση, εἶχε χτίσει Μονή τοῦ Ἁγίου Γεωργίου στή Θήβα, στή θέση τοῦ σημερινοῦ ναοῦ τοῦ Ἁγίου Γεωργίου.
Ὅμως, ἐκτός ἀπό τή Θήβα, καί μιά ἄλλη γωνιά τῆς Βοιωτίας, τό λεγόμενο Σαγμάτιον ὄρος, τό Ὕπατον ὄρος τῆς ἀρχαιότητας, ἔμελλε νά συνδεθεῖ μέ τόν Ὅσιο. Ἐκεῖ σ’ ἕνα ἀπόκρημνο σπήλαιο ἀσκήτευσε ὁ ὅσιος Κλήμης, Ἅγιος τῆς Βοιωτικῆς Ἐκκλησίας, προερχόμενος ἀπό τή Μονή τοῦ Ὁσίου Μελετίου στόν Κιθαιρώνα, ὅπου μαθήτευσε κοντά στόν ἁγιασμένο ἀσκητή, τόν ὅσιο Μελέτιο. Ὁ ὅσιος Κλήμης ἔγινε ὁ ἱδρυτής τῆς ὀνομαστῆς Μονῆς Σαγματᾶ∙ μεταξύ τῶν Ἁγίων, πού συνδέθηκαν μέ τή Μονή, ἦταν καί ὁ ὅσιος Μελέτιος.
Ὁ πολλαπλός σύνδεσμος τοῦ “πολυθαυμάστου” ὁσίου Μελετίου μέ τήν περιοχή ὑπογραμμίζει πώς ἡ Ὀρθόδοξη ἀσκητική παράδοση τοῦ ὄρους Ὑπάτου, ἡ ὁποία εἶχε θεμελιωθεῖ ἀπό τόν 7ο αἰώνα, κατά τήν κρατοῦσα παράδοση, ἀργότερα ὑπό τή δυναμική καί ἀσκητική προσωπικότητα τοῦ θεοφόρου πατρός Κλήμεντος, τόν 11ο αἰ., σημάδεψε τήν πνευματική καί ἱστορική πορεία τῆς εὐρύτερης περιοχῆς.
Κατά τήν Τουρκοκρατία, ἀναμφισβήτητη εἶναι ἡ γενικότερη σχέση τῆς Μονῆς Σαγματᾶ μέ τά γύρω χωριά καί κυρίως τό Μαυρομμάτι, ὅπως ἀποδείχνεται ἀπό τίς βακουφικές γαῖες, πού κατεῖχε στήν περιοχή∙ μεταξύ αὐτῶν ἦταν καί ἡ περιοχή τοῦ Λακκοχωρίου, στήν περιοχή τοῦ Ἁγίου Γεωργίου.
Τά λιγοστά ὑπολείμματα τοῦ ναοῦ τοῦ Ὁσίου Μελετίου, κοντά στή Μονή τοῦ Ἁγίου Γεωργίου, συντηροῦν ὥς σήμερα τόν ἀπόηχο τῆς βαθύρριζης Ὀρθόδοξης ἀσκητικῆς-πνευματικῆς παράδοσης, πού ἄνθισε στήν περιοχή∙ παράδοση, ἡ ὁποία θά μποροῦσε νά ἔχει ἐμπνεύσει τήν ἰδέα τῆς ἀνέγερσης τοῦ ναοῦ τοῦ Ὁσίου κοντά στό ναό τοῦ Μάρτυρα Γεωργίου, ὡς ἀνάμνηση τῆς κλήσης, πού ὁ ἀσκητής Ἅγιος δέχτηκε στή Θεσσαλονίκη. Ἡ ἀκατάλυτη ἔκτοτε σχέση εὐλάβειας τοῦ Ὁσίου πρός τό Μάρτυρα, πού ἔστρεψε τό τιμόνι τῆς ζωῆς του πρός τή Βοιωτία, εἶναι πραγματικά δυνατός συνειρμός καί ὁδηγεῖ σέ μιά βαθύτερη ἀναζήτηση…
Ἀσχέτως ἄν ἡ ἀνάθεση τοῦ ναοῦ ἦταν ἔκφραση θεολογικοῦ στοχασμοῦ ἤ ὄχι, σηματοδοτεῖ, πάντως, τά χνάρια τῆς γήινης πορείας καί τοῦ πνευματικοῦ ἀγώνα τοῦ ὁσίου Μελετίου.

Ἐρωτήματα καί διαπιστώσεις

Στό πλαίσιο τῆς Ὀρθόδοξης μοναστικῆς παράδοσης τῆς περιοχῆς, ἡ ἱστορία τοῦ ναοῦ τοῦ Ἁγίου Γεωργίου, εἰδικά, ἀποκτᾶ καί μιάν ἄλλη διάσταση: Ἡ θέση του σέ χῶρο ἀναμφισβήτητα ἐπιλεγμένο, τόν καθιστᾶ γιά τήν περιοχή “κέντρο”, μέ τήν κυριολεκτική σημασία τῆς λέξης. Ὅσο ἡ ἐπιστημονική ἔρευνα καί ἡ μνήμη τῶν ἀνθρώπων, συχνά θολή καί ἀντιφατική, φωτίζουν τό παρελθόν, ὁ ναός τοῦ Ἁγίου Γεωργίου στάθηκε σημεῖο ἀναφορᾶς γιά τούς οἰκισμούς, πού εἶχαν ἀναπτυχθεῖ ὁλόγυρά του ἀπό τή βυζαντινή ἐποχή. Τό τοπωνύμιο Καλύβια τοῦ Ἁγίου Γεωργίου τό ὁποῖο ἔχει διασωθεῖ, ἐπαληθεύει πώς ὁ ναός ὄντως ὑπῆρξε σημεῖο ἀναφορᾶς στήν περιοχή.
Ὅπως προαναφέρθηκε, ἄν καί ἡ μνήμη τῶν ἀνθρώπων ἔχει ἀποτυπώσει ἱκανοποιητικά τήν οἰκιστική εἰκόνα τῆς περιοχῆς, τουλάχιστον ἀπό τό 14ο αἰ. καί ἑξῆς μέ τήν ἐγκατάσταση τῶν Ἀρβανιτῶν, ὅμως, ἡ ὕπαρξη τοῦ οἰκισμοῦ Καλύβια τοῦ Ἁγίου Γεωργίου διασώθηκε μόνο στίς γραπτές πηγές. Δέν κατανοεῖται, λοιπόν, ἡ λήθη ἤ μᾶλλον ἡ ἀβεβαιότητα τῶν ντόπιων γιά ὅ,τι σχετίζεται μέ τό συγκεκριμένο οἰκισμό.
Δικαιολογημένα, ἑπομένως, γεννιῶνται ἐρωτηματικά. Εἶναι ἀπόλυτα λογική ἡ σκέψη ὅτι ἡ τοπωνυμία συνδέεται μέ κάποιες καλύβες, δηλ. πρόχειρες κατασκευές ἀπό χόρτο ἤ σανίδια πού ὑπῆρχαν στήν περιοχή∙ μικρῆς ἀντοχῆς οἰκήματα, πού, ὅταν ἐξαφανίστηκαν, ἐπέζησε ἡ ἀνάμνησή τους ὡς τοπωνύμιο οἰκισμοῦ πού δημιουργήθηκε στόν ἴδιο χῶρο.
Ὅμως, ἀβίαστα ἀνακαλεῖται στό νοῦ καί μιά ἄλλη σημασία τῆς λέξης “καλύβα”: Στό Ἅγιον Ὄρος καλύβα εἶναι ἡ μικρή ἀπομονωμένη κατοικία δύο ἤ τριῶν μοναχῶν, παραχωρημένη ἀπό κάποια Μονή. Καί δέν μοιάζει ἡ ἑρμηνεία αὐτή ἀσύνδετη μέ ναό ἱδρυμένο στήν ὕπαιθρο. Καί στή συγκεκριμένη περίπτωση, ὁ ναός τοῦ Ἁγίου Γεωργίου θά μποροῦσε νά ἔχει ἀποτελέσει τό κέντρο τῆς σύναξης κάποιων ἀναχωρητῶν, πού ἐπέλεξαν ὡς τόπο ἄσκησης τόν ἐξαίσιο αὐτό χῶρο. Σέ τόπους περίοπτους, πού βοοῦν γιά τή διαχρονική ἱερότητά τους, ὅπως εἶναι ὁ τόπος ὅπου εἶναι χτισμένος ὁ ναός τοῦ Ἁγίου Γεωργίου, πάντα ἀναζητοῦνται τά ἴχνη ἁγιασμένων ἀνθρώπων, πού τούς διάλεξαν γιά πεδίο τῶν πνευματικῶν τους ἀγώνων.
Ἡ ἀκτινοβολία τῆς Ὀρθόδοξης πνευματικότητας, πού ἄνθισε στήν καρδιά τῆς Βοιωτίας, ἄγγιξε ἀσφαλῶς καί τό λόφο τοῦ Ἁγίου Γεωργίου. Ἡ πνευματική ἀνταύγεια τῆς ἀσκητικῆς παράδοσης τῆς περιοχῆς, πού λάμπρυναν οἱ ὁσιακές μορφές τῶν Ἐφόρων τῆς Βοιωτίας, ὁσίων Μελετίου, Κλήμεντος, Γερμανοῦ, Σεραφείμ, Νικήτα καί πλήθους Μοναχῶν καί Πατέρων, θά καταυγάζει πάντα τό ψήλωμα τοῦ Ἁγίου Γεωργίου καί τή Μονή Του.

7. Τοπογραφία καί Χριστιανική Ἀρχαιολογία

Στό ψηλότερο σημεῖο ἑνός λοφώδους ὑψώματος καί σέ ὑψόμετρο 303μ., πάνω ἀπό τόν κάμπο τῆς Κωπαΐδας, εἶναι χτισμένη ἡ ἐκκλησιά τοῦ Ἁγίου Γεωργίου στήν περιοχή πού λέγεται Κεφαλάρι. Στήν κορυφή ἑνός πετρότοπου, τρισχαριτωμένου καί ἀγέρωχου, σέ σημεῖο περίοπτο πού δεσπόζει στό χῶρο, ὑποδείχνει τόπο μέ ἰδιαίτερη σημασία, τόπο διαχρονικά λατρευτικό.
Γιά τήν ἐπιστημονική ἔρευνα γνώριμη εἶναι ἡ γλώσσα τῶν ἱερῶν τόπων κάθε ἐποχῆς, καθώς πάντα τά σημάδια τους εἶναι εὐδιάκριτα. Ὅσον ἀφορᾶ στούς χριστιανικούς ναούς τά κατ’ ἐξοχήν χαρακτηριστικά στοιχεῖα γιά τήν ἀναγνώριση τῆς παλαιότητάς τους εἶναι: τό λατρευτικό τοπίο γενικά, ἡ θέση τῆς ἐκκλησίας στό χῶρο, ἡ ὕπαρξη τοῦ νεροῦ καί τά δένδρα πού βρίσκονται γύρω της.

Ἡ θέση στό χῶρο

Ὁ τόπος, ὅπου χτίστηκε ἡ ἐκκλησία τοῦ Ἁγίου Γεωργίου, εἶναι αὐταπόδεικτο ὅτι εἶναι τόπος προσεκτικά ἐπιλεγμένος. Στήν κορυφή τοῦ ὑψώματος, πετρώδους πρός τή βορειοανατολική του πλευρά, μοιάζει νά κυριαρχεῖ στό χῶρο σάν ἀετίσια ματιά, πού κατοπτεύει πρός τόν κάμπο καί χαμηλώνοντας δεξιά ἀναπαύεται στούς στρογγυλεμένους πετρόλοφους, πού ἐλευθερώνουν τή θέα πρός τό ὄρος Φίκιον, τό βουνό τῆς μυθικῆς Σφίγγας, καί τό στενό λαιμό, τή Στενή, πού χωρίζει τούς δύο κάμπους: τῆς Θήβας καί τῆς Λιβαδειᾶς.
Ἀπό τήν ἄλλη πλευρά τοῦ λόφου, κατά τή μεριά τοῦ νότου, ξανοίγει ἀπάνεμη, προστατευτική ἀγκαλιά καί ξεδιπλώνει στράτες εὐκολοδιάβατες στήν πατρίδα τοῦ Ἡσίοδου, τήν Ἄσκρη, καί στίς ἁπαλές πλαγιές τοῦ Ἑλικώνα. Πειστικότατη, πράγματι, ἡ τοπογραφία τοῦ χώρου, ὑποδείχνει ἕναν προσεκτικά ἐπιλεγμένο χῶρο, ἱερό διαχρονικά.

Τά ὑπολείμματα τοῦ βράχου

Τήν ἐντύπωση τῆς προσεγμένης ἐπιλογῆς ἐπιτείνει καί ἡ θέση τοῦ ναοῦ, ὁ ὁποῖος οἰκοδομήθηκε πάνω σέ βράχο∙ καί μόνο ἡ περίοπτη αὐτή θέση, φανερώνει τή μεγαλοπρέπεια τοῦ ἀρχικοῦ ναοῦ. Σήμερα τά σωζόμενα ὑπολείμματα τοῦ βράχου περιβάλλουν τό ναό στίς τρεῖς πλευρές του: τήν ἀνατολική, τή βόρεια καί τή νότια. Προφανῶς, οἱ ἀνοικοδομήσεις καί οἱ ἐπεμβάσεις γιά τή διαπλάτυνση τοῦ περιβάλλοντος χώρου ἄλλαξαν τήν ἀρχική εἰκόνα του. Ὁ σημερινός ναός δίνει τήν ἐντύπωση πώς εἶναι χτισμένος σέ εὐρύχωρο πλάτωμα. Τά ὑπολείμματα τοῦ βράχου χρησίμευσαν ὡς ἀντιστήριγμα στήν προσπάθεια γιά τή δημιουργία ἐπίπεδου χώρου.
Φωτογραφίες τοῦ ναοῦ τῆς δεκαετίας τοῦ 1950 κράτησαν τήν πρόσφατη, σχετικά, εἰκόνα τοῦ χώρου καί τοῦ ναοῦ μέ τό βράχο, ὅπως ἦταν πρίν τήν ἀνοικοδόμησή του τό 1983. Στοιχεῖα λιγοστά μέν, ἀλλά ἀρκετά γιά νά προσεγγίσουμε μέ τή φαντασία μας τήν ἀρχική του θέση στό χῶρο: Τήν εἰκόνα ἑνός ναοῦ, μικροῦ ἴσως, ἀλλά περήφανου πάνω σέ ψήλωμα, ὅπως συχνά εἶναι οἱ ἐκκλησίες πρός τιμήν τοῦ Τροπαιοφόρου.

“ Ὁ Ἅγιος Γεώργιος στό Λιθάρι”

Στά χρόνια τῆς Τουρκοκρατίας ὁ ναός τοῦ Ἁγίου Γεωργίου ἦταν γνωστός μέ αὐτό τό ὄνομα. Προσδιορίζοντας τή θέση του ἀπό τό βραχῶδες ὕψωμα ὅπου ἦταν χτισμένος, ὁ λαός τόν ὀνόμασε ὁ “ Ἅγιος Γεώργιος στό Λιθάρι”. Μέ αὐτό τό ὄνομα ἀναφέρεται σέ ἔγγραφο τοῦ 1676, “ἁπλοελληνιστί γεγραμένον”, πού ὑπῆρχε στή διαλυμένη Μονή Ζαγαρᾶ, στό ὁποῖο καταγράφεται ἡ δωρεά ἑνός ἀγροῦ στό ναό: τό “ἀφιέρωμα…χωραφίου στόν Ἅγιον Γεώργιον στό Λιθάρι”. Εἶναι ἀξιοσημείωτο ὅτι στήν ὁμαλή πετρώδη περιοχή, βορειονατολικά τῆς Μονῆς τοῦ Ἁγίου Γεωργίου, διατηρεῖται τό τοπωνύμιο “Λίσιθι”, ἀπό τήν ἑλληνική λέξη “λίθος”. Ἡ ἑλληνική προέλευση τοῦ τοπωνυμίου δείχνει ὅτι αὐτό υἱοθετήθηκε καί ἀπό τούς Ἀρβανίτες τῆς περιοχῆς.
Ὁ προσδιορισμός τοῦ ναοῦ τοῦ Ἁγίου “στό Λιθάρι”, ἐκτός ἀπό τήν ὕπαρξη τῆς βραχώδους κορυφῆς, ὅπου εἶναι χτισμένος, ἐπιβεβαιώνει ἐμμέσως καί τήν παλαιότατη ἵδρυσή του σέ τόπο πού πάντα ἦταν λατρευτικός. Ἀναμφίβολα, πάντως, ὁ τοπικός προσδιορισμός τῆς ἐκκλησιᾶς “τοῦ Ἁγίου Γεωργίου στό Λιθάρι” ἀποδείχνει πόσο ἐντυπωσιακή ἦταν ἡ εἰκόνα τοῦ βραχώδους ἐξάρματος μέ τήν ἐκκλησιά τοῦ Τροπαιοφόρου στήν κορυφή του: Ἕνα εἶδος ἀκρόπολης γιά τούς ἀνθρώπους τῆς εὐρύτερης περιοχῆς.
Πρό πάντων, ὅμως, τό παλαιό ἔγγραφο φανερώνει τήν αἴγλη τῆς ἐκκλησιᾶς, τό 17ο αἰ. καί τήν εὐλάβεια τῶν ἀνθρώπων, ὅπως ἀποκαλύπτεται ἀπό τά ἀφιερώματά τους στόν Τροπαιοφόρο Γεώργιο, καί μάλιστα στούς δύσκολους καιρούς τῆς Τουρκοκρατίας. Εἶναι αὐταπόδεικτο πώς ὁ ναός τοῦ Ἁγίου Γεωργίου δέν ὑπῆρξε ποτέ ἕνας μοναχικός, ταπεινός ναΐσκος.

Τό νερό καί τά δένδρα

Τό νερό, χαρακτηριστικό στοιχεῖο τῶν ἱερῶν τόπων, κατ’ ἐξοχήν συνδέθηκε μέ τόν ἅγιο Γεώργιο, τό δρακοντοκτόνο Καβαλλάρη, τό φύλακα τῶν νεροπηγῶν. Οἱ παλαιότατοι ναοί Του, εἶναι συνήθως χτισμένοι σέ τόπους μέ νερά, καθώς ὁ λαός μας φύλακα στό πολύτιμο αὐτό ἀγαθό, τό ἀπαραίτητο γιά τήν ἐπιβίωσή του, ἔχει τάξει τόν ἅγιο Γεώργιο. Ἄπειροι εἶναι οἱ θρύλοι καί τά τραγούδια τοῦ λαοῦ μας, πού συνδέονται μέ τό δρακοντοκτόνο Ἅγιο καί προέρχονται ἀπό τή βυζαντινή ἀκριτική μας παράδοση. Ἡ δρακοντοκτονία τοῦ ἔφιππου ἁγίου Γεωργίου, ἡ ὁποία εἰκονίζεται στήν εἰκονογραφία, εἶναι ἀπό τά γνωστότερα θαύματά Του στούς Χριστιανούς τῆς οἰκουμένης.
Ἡ ἐπιλογή τῆς θέσης τοῦ ναοῦ τοῦ Ἁγίου Γεωργίου στήν περιοχή πού λέγεται Κεφαλάρι εἶναι περίτρανη ἀπόδειξη τῆς θρησκευτικῆς παράδοσης τοῦ λαοῦ μας. Καί ποιά θέση θα ἦταν πιό ἐνδεδειγμένη ἀπό αὐτή; Ὅπως εἶναι γνωστό, ἡ λέξη Κεφαλάρι σημαίνει τή νερομάνα, τήν ἄφθονη καί κύρια πηγή τοῦ νεροῦ.
Ἐρχόμενοι ἀπό τό δρόμο τῆς Ἄσκρης, στή νότια πλευρά τοῦ στενόμακρου λόφου, ἀντικρύζουμε τόν καταπράσινο τόπο μέ τίς πλούσιες πηγές, ἀπ’ ὅπου ὑδρεύονται τά γύρω μέρη, καί στήν ἄκρη νά δεσπόζει ὁ ναός τοῦ Καβαλλάρη Ἁγίου. Στή νοτιοδυτική πλευρά του, χαμηλά, βρίσκεται τό σημερινό ὑδραγωγεῖο.
Ἄλλοτε, τουλάχιστον πρίν τή δεκαετία τοῦ 1950, ὅπως δείχνει παλαιότερη φωτογραφία, ἀνάμεσα στά δένδρα πού συντρόφευαν τήν ἐκκλησιά ἦταν καί τό γιγαντόκορμο δένδρο στήν δυτική πλευρά της, πού ξεχώριζε ἀνάμεσα στά ἄλλα, μάρτυρας τῆς παλαιότητας της.
Ὁ ἅγιος Γεώργιος, κατ’ ἐξοχήν προστάτης τῶν γεωργῶν καί τῶν ποιμένων, αἰῶνες τώρα, ἀπό τότε πού ἡ εὐλάβεια τῶν ἀνθρώπων διάλεξε γιά θρόνο Του τοῦτον τό χῶρο, ἔγινε ὁ ἐπόπτης καί προστάτης του. Ταχύς στήν ἀντίληψη ὁ ἅγιος Γεώργιος, “Γοργός”, ὅπως τόν προσφωνεῖ ὁ λαός μας, παραστέκει στόν ἀγώνα τῶν πολύμοχθων ἀνθρώπων, πού εἶναι ἀκατάλυτα δεμένοι μέ τή γῆ τους.
Τό παρακείμενο παλαιό πηγάδι στόν εὐρύτερο χῶρο νότια τῆς Μονῆς, ἐπιχωματωμένο σήμερα, μαρτυρεῖ πώς συνέρεαν πολλοί προσκυνητές. Πηγάδια ἤ παρακείμενες πηγές συναντοῦμε σέ παλαιούς ναούς, ὅπως, ἐπίσης, καί στούς ναΐσκους τῆς κοιλάδας τῶν Μουσῶν (Ἁγίας Παρασκευῆς, τοῦ Χριστοῦ, Ἁγίου Νικολάου, Ἁγίου Βλασίου καί Ἁγίου Γεωργίου).

Τά πορίσματα τῆς Χριστιανικῆς Ἀρχαιολογίας

Ἡ διαπιστωμένη ἀρχαιολογικά συνήθεια, κυρίως τῶν πρώτων Χριστιανῶν, νά χτίζουν τούς ναούς των στή θέση ἀρχαίων ναῶν ἤ νά μεταποιοῦν ἀρχαίους ναούς σέ χριστιανικούς, ὡς συμβολική πράξη τῆς ἥττας τῶν εἰδώλων, μέ βάση τά ὑπάρχοντα στοιχεῖα δέν μπορεί νά ἐπιβεβαιωθεῖ γιά τό ναό τοῦ Ἁγίου Γεωργίου, παρόλον ὅτι βρισκόταν σέ ἐξέχουσα θέση περιοχῆς ἀρχαίου μεγαλείου.
Ἄν καί τεκμηριώνεται ἡ ὕπαρξη τοῦ ναοῦ τοῦ Ἁγίου Γεωργίου πρίν ἑπτά ἤ ὀκτώ αἰῶνες, δημιουργεῖται, ὅμως, ἡ αἴσθηση ὅτι ὑπῆρχε στήν ἴδια θέση αἰῶνες πρίν. Ἀπόψεις διαπρεπῶν ἐπιστημόνων, ἐπιτρέπουν τήν ὑπόθεση πώς ναός τοῦ Ἁγίου στό ἴδιο σημεῖο πιθανόν νά εἶχε ἱδρυθεῖ ἀπό τούς πρώτους χριστιανικούς αἰῶνες.
Χωρίς νά ἀποτελεῖ ἀπόλυτη ἀρχή, παρατηρεῖται ὅμως, ὅτι συχνά οἱ Χριστιανοί ἔχοντας ἀκόμη νωπές τίς μνῆμες τῆς ἀρχαίας λατρείας ἀφιέρωναν τίς ἐκκλησιές τους σέ Χριστιανό Ἅγιο, ὁ ὁποῖος παρουσίαζε κάποια ὁμοιότητα, κάποια συνάφεια πρός τήν εἰδωλολατρική θεότητα, πού λατρευόταν στόν ἴδιο τόπο, ὑπογραμμίζοντας ἔτσι τήν ἀντικατάσταση τῆς τοπικῆς λατρείας κάποιου εἰδώλου. Τό Θησεῖο π.χ., ειδωλολατρικός ναός τοῦ Ἀθηναίου ἥρωα Θησέα, ἀφιερώθηκε στόν ἅγιο Γεώργιο∙ ὁ ναός πρός τιμήν τοῦ ἁγίου Γεωργίου στά Ἥλια τῆς Αἰδηψοῦ, εἶναι χτισμένος πάνω σέ ναό τοῦ Ἀπόλλωνα.
Οἱ συνειρμοί πού ὁδήγησαν στίς συγκεκριμένες ἐπιλογές, ὅπως καί σέ πολλές ἄλλες, εἶναι ἐμφανεῖς: Οἱ ἰδιότητες τῶν μυθικῶν προσώπων, ὅπως π.χ. ἡ ρώμη, ἡ νεότητα, τό κάλλος, οἱ ὁποῖες τούς εἶχαν ἀποδοθεῖ ὡς ἀποκυήματα τῆς φαντασίας, ἀναγνωρίστηκαν καί ὡς χαρακτηριστικές ἰδιότητες συγκεκριμένου ἱστορικοῦ προσώπου, τοῦ ἁγίου Γεωργίου.
Ἀναμφισβήτητα, τό ψήλωμα ὅπου ὁ ναός τοῦ Ἁγίου Γεωργίου, σημεῖο κομβικό ἀνάμεσα στούς δύο κάμπους καί τίς λαμπρές πόλεις , τή Θήβα καί τή Λιβαδειά, κοντά σέ ξακουστά μαντεῖα καί κέντρα τῆς ἀρχαίας λατρείας, στόν Ἑλικώνα, τή Θήβα, τόν Ὀγχηστό, ἀποτελεῖ τό πλέον τυπικό δεῖγμα ἐπιλεγμένου τόπου λατρείας διαχρονικῆς.
Ἡ ἰδιαιτερότητα τοῦ τόπου μᾶς ἐμπνέει, ὑπερβαίνοντας τά ἀντικειμενικά δεδομένα, νά προσπαθήσουμε νά προσεγγίσουμε τούς συνειρμούς, πού ὁδήγησαν στήν ἀντικατάσταση τῆς λατρείας τῶν ἐκπεσόντων εἰδώλων, μετά τήν ἥττα τους ἀπό τό Χριστιανισμό.

8. Ἀρχαῖοι μύθοι καί λαϊκές παραδόσεις τῆς Βοιωτίας

Περί τῶν καθαιρεθέντων εἰδώλων

Ἄν καί ἡ Μυθολογία τῆς Βοιωτίας εἶναι πληθωρική, καθώς τά ἔπη τοῦ Ἡσιόδου
“ἀποτέλεσαν τή βάση γιά πολυπληθεῖς λατρεῖες θεῶν καί ἡρώων στό Βοιωτικό χῶρο καί σέ ὁλόκληρο τόν Ἑλληνικό κόσμο”, τά οἰκοδομικά κατάλοιπα τῶν ἀρχαίων ναῶν καί οἱ μύθοι ὑποδείχνουν τίς κυρίαρχες εἰδωλολατρικές θεότητες, πού λατρεύονταν στήν περιοχή, τοῦ Ἀπόλλωνα καί τοῦ Ἡρακλῆ. Τά τρία μαντεῖα τοῦ Ἀπόλλωνα: στό Πτῶον, κοντά στό Ἀκραίφνιο, στήν Τεγύρα δίπλα στόν Ὀρχομενό καί στόν Ἰσμηνό ποταμό στή Θήβα, ὁ ναός του στίς Θεσπιές καί ἡ σύνδεσή του μέ τίς Μοῦσες καί τό ἄλσος στόν Ἑλικώνα φανερώνουν τή σχέση του μέ τήν περιοχή.
Στόν Ἡρακλῆ, ἐπίσης, πού κατά τό μύθο γεννήθηκε στή Θήβα, ἀφιερώθηκαν πολλά “ Ἡράκλεια”. Ἐκτός ἀπό τή Θήβα, ὅπου ὑπῆρχε ναός του καί τελοῦνταν ἀγῶνες, ὑπῆρχε ναός του, ἐπίσης, στίς Θεσπιές, τή Θίσβη, τήν Ἀκραιφνία, τή Χαιρώνεια καί τήν Κορώνεια.
Ἀπό τή μελέτη τῶν ἀρχαίων μύθων προκύπτουν ἀναλογίες μεταξύ τῶν μυθικῶν προσώπων καί τοῦ ἁγίου Γεωργίου, καθοριστικές γιά τή διαδοχή τῶν καθαιρεθέντων εἰδώλων στούς τόπους λατρείας των. Ἡ ἐξαίσια προσωπικότητα τοῦ ἁγίου Γεωργίου, ἡ νεότητα, τό κάλλος καί ἡ ρώμη, ἀνακάλεσαν στή μνήμη τῶν Χριστιανῶν ἰδιότητες πού εἶχαν ἀποδοθεῖ μᾶλλον στή μυθική Ἀπολλώνια μορφή.
Ὅμως, ἀπό τή βιογραφία τοῦ Ἁγίου προκύπτει καί μία ἀμεσότερη σχέση: Ὅταν ὁδηγήθηκε κατά τή διάρκεια τοῦ μαρτυρίου Του στό ναό τοῦ Ἀπόλλωνα γιά νά θυσιάσει στά εἴδωλα, ἀναδείχτηκε καθαιρέτης τῶν εἰδώλων, ἀφοῦ μαζί μέ τό ἄγαλμα τοῦ Ἀπόλλωνα συντρίφτηκαν καί ὅλα τά ἄλλα ἀγάλματα μέσα στό ναό ἀπό τό Μάρτυρα τοῦ Χριστοῦ μέ μόνο ὅπλο τό σημεῖο τοῦ Σταυροῦ.
Ἡ ἡρωική ἐγκαρτέρηση τοῦ νεαρότατου ἀξιωματούχου τοῦ Διοκλητιανοῦ στό φρικτό πολυήμερο μαρτύριό Του, εὔλογα ἀνακάλεσε τίς νωπές ἀκόμη μνῆμες τῶν ἄθλων τοῦ Ἡρακλῆ. Ὁ ἔνδοξος Ἀθλοφόρος τοῦ Χριστοῦ, “ὁ δαφνηφόρος γίγας τῆς Πίστεως”, “ἄθλους οὐ μικρούς ἀγωνίζεται”, καί ἡ φήμη τῶν ἄθλων Του ἁπλώθηκε στήν οἰκουμένη.
Πέρα ἀπό κάθε ἀμφισβήτηση τά κεντρίσματα τῶν συνειρμῶν, πού δημιουργήθηκαν ἀπό τή φήμη τῶν μαρτυρικῶν ἄθλων τοῦ Ἁγίου, τά ὁποῖα ἦταν ἰσχυρότατα καί καθοριστικά, οἰκοδόμησαν ἄμεσα τή σχέση εὐλάβειας τῶν ἀνθρώπων τῆς περιοχῆς στό πρόσωπο τοῦ Μεγαλομάρτυρα. Ἀπόδειξη εἶναι ὁ παλαιοχριστιανικός ναός Του στήν περιοχή τῆς γειτονικῆς Ἄσκρης.

Οἱ ἀρχαῖες ἀνάγλυφες πλάκες τοῦ “ Ἱππέως-Ἥρωος”

Αὐτό ἐπιβεβαιώνεται καί ἀπό τήν ὕπαρξη ἀρχαίων ἀνάγλυφων πλακῶν μέ θέμα τόν “ Ἱππέα-Ἥρωα”, οἱ ὁποῖες ἔχουν ἐντοιχιστεῖ στό ναό τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος, στό γειτονικό Μαυρομμάτι, ὡς διακοσμητικά πεσσῶν καί κιόνων. Οἱ ἀρχαῖες λατρευτικές πλάκες μέ τόν ἔφιππο Ἥρωα ἀφθονοῦν σέ τόπους μέ ἀρχαῖο παρελθόν καί συνδέονται μέ τή λεγόμενη Ἡρωολατρία τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων, ἡ ὁποία σχετιζόταν κυρίως μέ τή λατρεία ἡμιθέων, τοπικῶν ἡρώων ἤ γεναρχῶν∙ πρός τιμήν τῶν ἡρώων ἀνεγείρονταν ἱερά καί προσφέρονταν αἱματηρές θυσίες. Στούς Ρωμαϊκούς χρόνους, μέ τήν θεοποίηση αὐτοκρατόρων, ἐπεκτάθηκε καί ἡ κήρυξη ἡρώων.
Στό ναό τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος, ἄν καί χρησιμοποιήθηκαν ὡς διακοσμητικά πεσσῶν καί κιόνων, ἡ τοποθέτησή τους ἀνάποδα, μέ τό κεφάλι πρός τά κάτω, ἀποτελεῖ ὁλοφάνερο συμβολισμό τοῦ θριάμβου τῆς Χριστιανικῆς Ἀποκάλυψης καί ἀπόδειξη ὅτι ἡ ἀντίληψη αὐτοῦ τοῦ θριάμβου, βαθιά ριζωμένη, ἐπιβίωσε στή συλλογική συνείδηση τῶν Χριστιανῶν.
Ὅπου λατρευόταν ὁ “ Ἱππεύς-Ἥρως”, ὁ συνειρμός ὁδήγησε τούς Χριστιανούς νά δώσουν τή θέση του στόν Καβαλλάρη ἅγιο Γεώργιο. Αὐτό ἀποδείχνουν οἱ ἀνάγλυφες πλάκες τοῦ “Θρακός-Ἥρωος” πού βρέθηκαν στήν εὐρύτερη περιοχή τῆς Θράκης, περισσότερες ἀπό χίλιες.
Στή Θράκη π.χ., ἡ ἡρωολατρία τοῦ “Θρακός-Ἥρωος”, ὅπως ἄλλωστε καί τοῦ Ἀπόλλωνα, ἦταν ἀπό τίς ἐπικρατέστερες εἰδωλολατρικές λατρεῖες∙ ὅταν ἔσβησε τό ἀρχαῖο εἴδωλο τῆς “ἱπποπόλου Θράκης”, μετά τήν ἐπικράτηση τοῦ Χριστιανισμοῦ, ἀποδόθηκε ἡ τιμή καί ἡ εὐλάβεια στό πρόσωπο τοῦ ἁγίου Γεωργίου. Πολλές ἀπό τίς πολυάριθμες πλάκες τοῦ ἔφιππου Ἥρωα ἐντοιχίστηκαν σέ ἐκκλησίες ἀφιερωμένες στόν ἅγιο Γεώργιο, ἀκόμη καί στήν περιοχή τῆς εὐρύτερη Θράκης: στή Φιλιππούπολη (βουλγ. Plovdiv), στή Βησσαπάρα (Eli-dere). Ἀξιοσημείωτο εἶναι ὅτι προσκυνήθηκαν ὡς “εἰκόνες” τοῦ ἁγίου Γεωργίου, ἀφοῦ “ἐκχριστιανίστηκαν” μέ τή χάραξη πάνω τους τοῦ συμβόλου τοῦ Σταυροῦ∙ παρέμειναν, ἐπίσης, σέ εἰκονοστάσια Ὀρθοδόξων οἰκογενειῶν καί προσκυνοῦνταν ὥς τά τελευταῖα χρόνια.
Οἱ ἀνάγλυφες πλάκες μέ τόν ἔφιππο Θράκα ἥρωα θεωροῦνται ἀπόδειξη πώς στή Θράκη ἡ εὐλάβεια στόν ἅγιο Γεώργιο εἶχε βαθιές ρίζες ἀπό τούς πρώτους χριστιανικούς αἰῶνες. Ὁ ἅγιος Γεώργιος καθιερώθηκε “πολιοῦχος καί ἐφέστιος” Ἅγιος τῆς Θράκης ὁλόκληρης.
Ὅσον ἀφορᾶ στίς πλάκες τοῦ Μαυρομματίου, ἄσχετα ποιᾶς ἐποχῆς εἶναι καί πότε τοποθετήθηκαν στό ναό τῆς Μεταμορφώσεως, ἐκτός ἀπό τόν ξεκάθαρο συμβολισμό τῆς ἥττας τῶν εἰδώλων, ἀποδείχνουν ἐπίσης, ὅτι στήν περιοχή ἐπικρατοῦσε ἡρωολατρία ἱκανή νά δημιουργήσει στήν συνείδηση τῶν Χριστιανῶν συνειρμικά τήν ἀναλογία μεταξύ τῶν θεοποιημένων ἀρχαίων ἱππέων καί τοῦ Καβαλλάρη ἁγίου Γεωργίου.
Ἀπό τό 14ο αἰώνα, ὅταν ἐγκαταστάθηκαν οἱ Ἀρβανίτες στήν περιοχή, ἦταν φυσικό ὡς ἱππεῖς νά ἀποδώσουν στό στρατιωτικό ἅγιο Γεώργιο ἰδιαίτερη τιμή καί νά τόν ἔχουν προστάτη στά Στρατοχώρια τους.
Ἡ ἰδιαίτερη σχέση τῶν κατοίκων τῆς περιοχῆς μέ τήν “τέχνη τοῦ ἀλόγου” ἀνάγεται στά πανάρχαια χρόνια, ὅπως ἀποδείχνεται ἀπό τίς γιορτές πρός τιμήν τοῦ Ποσειδώνα, πού γίνονταν στήν ἀρχαία πόλη Ὀγχηστό, στό Τηνέριο πεδίο, στή σημερινή “Στενή” Μαυρομματίου. Λαμπρές οἱ γιορτές, περιλάμβαναν ἱππικούς ἀγῶνες καί ἁρματοδρομίες.

Ἡ ἑορτή τοῦ ἁγίου Γεωργίου στή λαϊκή μας Παράδοση

Πρέπει νά ἐπισημάνουμε πώς ἡ γιορτή τοῦ ἁγίου Γεωργίου σ’ ὅλους τούς Ἑλληνικούς τόπους ἦταν πληθωρική σέ λαϊκά ἔθιμα, πού σήμερα ὁλοένα ἐκλείπουν. Στούς μαντρογυρισμένους πανηγυρότοπους, γύρω ἀπό τίς ἐκκλησιές τοῦ Ἁγίου, ἀκόμα κρατοῦν τά ἔθιμα τοῦ βυζαντινοῦ πανηγυριοῦ πρός τιμήν τοῦ Ἀθλοφόρου Ἁγίου, τοῦ προστάτη τῶν γεωργῶν καί τῶν ποιμένων. Μιά τέτοια ζωντανή εἰκόνα βυζαντινοῦ πανηγυριοῦ προβάλλει στήν Ἀράχωβα τῆς Βοιωτίας στήν τριήμερη γιορτή τοῦ ἁγίου Γεωργίου μέ ἔθιμα ἀγωνιστικά, χορευτικά, μέ προσφορές ζώων καί κοινό τραπέζι, εἰκόνα ναοκεντρικῆς γιορτῆς, πού ἔμεινε ἀναλλοίωτη στό διάβα τοῦ χρόνου.
Ἡ μελέτη τοῦ λαϊκοῦ μας πολιτισμοῦ ἀποκαλύπτει πώς πολλές ἀπό τίς λατρευτικές συνήθειες καί παραδόσεις ἔχουν τίς ρίζες τους στόν ἀπύθμενο χρόνο, ἀποκαλύπτοντας τούς ἀρχέγονους φόβους καί τίς προλήψεις τῆς τραχειᾶς, ἀλύτρωτης ψυχῆς τοῦ προχριστιανικοῦ ἀνθρώπου. Καθώς ἦταν βαθιά ριζωμένες στή λαϊκή ψυχή, ὅσες δέν συγκρούονταν μέ τίς ἀρχές τῆς χριστιανικῆς πίστης δέν ἀπορρίφτηκαν.
Γενικά, ἀποδείχνεται ὅτι στή Νεοελληνική μας παράδοση ἐπιβίωσαν μύθοι καί δοξασίες ἀπό τό ἀπώτατο παρελθόν. Στούς μύθους αὐτούς διαφαίνεται συχνά ἡ πανάρχαιη ἀγωνία τοῦ ἀνθρώπου νά ἐξασφαλίσει τά ἀναγκαῖα ἀγαθά γιά τήν ἐπιβίωσή του, κι ἀνάμεσά τους τό κορυφαῖο ἀγαθό, τό νερό.
Ὁ λαός μας, μέ ἀξιοθαύμαστη προσαρμοστικότητα στό πνεῦμα τοῦ Χριστιανισμοῦ, ἀπόθεσε στή γιορτή τοῦ ἁγίου Γεωργίου πανάρχαιες λατρευτικές ἀντιλήψεις μέ τή μορφή λαϊκῶν ἐθίμων. Κυρίως, λαϊκές παραδόσεις πού σχετίζονται μέ τή βλάστηση, τήν καρποφορία τῆς γῆς, τίς ἀσχολίες τῆς ἀγροτοποιμενικῆς ζωῆς, καί τό πολυπόθητο ἀγαθό, τό νερό, καθώς οἱ δύο γιορτές Του, στίς 21 Ἀπριλίου καί 3 Νοεμβρίου, συμπίπτουν μέ τήν ἀνθοφορία καί τό τέλος τῆς καρποφορίας, μέ τήν Ἄνοιξη καί τό Φθινόπωρο. Ἀπό τό δρακοντοκτόνο ἅγιο Γεώργιο προσδοκοῦν οἱ ἄνθρωποι τό εὐεργετικό νερό τῆς βροχῆς, πού θά τρέξει ἀνεμπόδιστα ἀπό τίς νεροπηγές.

Τοπικές παραδόσεις καί ἀρχαῖοι μύθοι

Ὅπως γενικά συμβαίνει, καί στήν περιοχή τοῦ Ἑλικώνα ἔχουν ἀτονήσει πολλά λαϊκά ἔθιμα πρός τιμήν τοῦ ἁγίου Γεωργίου. Ἀπομένουν, ὅμως, στήν τοπική παράδοση κάποια πολύτιμα ψήγματα, ἀναμνήσεις ἀπό τίς πρωτόγονες λατρεῖες τῶν χθόνιων θεοτήτων, πού σχετίζονταν μέ τά ἔγκατα τῆς γῆς καί οἱ ὁποῖες ἐξέπεσαν μέ τήν ἑδραίωση τοῦ Χριστιανισμοῦ. Ὅπως π.χ. ὁ πυρήνας τοῦ μύθου, πού διέσωσε ἡ ὁμαδική μνήμη στό γειτονικό Μαυρομμάτι σχετικά μέ τή χθόνια θεότητα τῶν ὑδάτων, τή “Λάμια, πού ἔτρωγε τά πρόβατα” καί τό “στοιχειωμένο τόπο” στήν περιοχή τῆς Χάρμενας, τόν τόπο δηλαδή ὅπου ὑπῆρχαν ἀόρατα κακοποιά ὄντα.
Λιγοστές καί ξεθωριασμένες οἱ ἀναμνήσεις, ἀρκετές ὅμως νά σημάνουν τήν πρωτόγονη ἀντίληψη τῶν Ἑλλήνων πώς τά μυθικά ὄντα, ἡ Λάμια καί ὁ δράκος, μέ τόν ὁποῖο αὐτή ταυτίστηκε, ἦταν κακοποιά στοιχεῖα πού προξενοῦσαν ποικίλες συμφορές στούς ἀνθρώπους, τρώγοντας τά κοπάδια τους καί στερώντας τους τό νερό, τό πολυτιμότατο ἀγαθό. Οἱ ἄνθρωποι τότε, ἀδυνατώντας νά ἐξηγήσουν τά φυσικά φαινόμενα καί προσπαθώντας νά γλυτώσουν ἀπό τίς ἀρνητικές τους συνέπειες, πίστευαν ὅτι θά ἐξευμενίσουν τά “κακοποιά ὄντα”, προσφέροντάς τους ἀνθρωποθυσίες. Ζωηρή ἡ ἀνάμνησή τους, ἔμεινε στή ψυχή τῶν ἀνθρώπων ὡς σύμβολο τοῦ πανάρχαιου τρόμου γιά τήν ἔλλειψη τοῦ νεροῦ.

9. Ἡ δρακοντοκτονία τοῦ ἁγίου Γεωργίου

Τή λύτρωση ἀπό τόν τρόμο βρῆκαν στή Χριστανική πίστη καί στή σιγουριά τῆς προστασίας τοῦ ἁγίου Γεωργίου. Ὁ Τροπαιοφόρος μέ τήν πράξη τῆς δρακοντοκτονίας ματαίωσε προσφερόμενη ἀνθρωποθυσία σέ σαρκοβόρο θηρίο, “δράκοντα”, πού ζοῦσε κοντά σέ πηγή νεροῦ, ἀκυρώνοντας τά κατάλοιπα ἀπάνθρωπων προχριστιανικῶν λατρευτικῶν ἀντιλήψεων καί μεταστρέφοντας πλῆθος εἰδωλολατρῶν στό Χριστιανισμό.
Οἱ ἀρχαῖοι μύθοι γιά τούς φύλακες τῶν πηγῶν, τό δράκο καί τή Λάμια, ἐπιβίωσαν στίς παραδόσεις τῶν Νεοελλήνων καί ἐναρμονίστηκαν μέ τά λαϊκά ἔθιμα τῆς γιορτῆς τοῦ ἁγίου Γεωργίου, μετά τό γεγονός τῆς δρακοντοκτονίας. Στήν Ἀράχωβα συναντοῦμε τίς σχετικές παραδόσεις στό τοπικό ἀκριτικό τραγούδι (Πανηγυράκι) καί τά λαϊκά ἔθιμα τῆς γιορτῆς τοῦ ἁγίου Γεωργίου, ὅπως ἐπίσης στά ἔθιμα καί τό τραγούδι τῆς γιορτῆς Του σέ πολλούς ἄλλους τόπους καί κυρίως στή Βόρεια Ἑλλάδα.

Ἐπίλογος

Ὁ σημερινός ναός τοῦ Ἁγίου Γεωργίου, Καθολικό τῆς Ἱερᾶς Μονῆς, σέ τόπο ἐπιβλητικό, σύμβολο τῆς δυναμικῆς παρουσίας τοῦ Τροπαιοφόρου στήν καρδιά τῆς βοιωτικῆς γῆς, ἀποτελεῖ τόπο πνευματικοῦ προσανατολισμοῦ καί ταυτόχρονα κεντρίζει ποικιλοτρόπως τό ἐνδιαφέρον.
Ἡ ἐπιστημονική ἔρευνα, βασισμένη σέ σχετικά πορίσματα καί κυρίως στόν ἐντοπισμό καί τή μελέτη τῶν διασπαρέντων παλαιότατων ὑλικῶν γύρω ἀπό τό ναό, ὅσων διασώθηκαν στό χρόνο, ἔχει ἀνασύρει ἀπό τήν ἀφάνεια τό παρελθόν παλαιότατου ναοῦ τοῦ Ἁγίου Γεωργίου. Ἀκουμπώντας, λοιπόν, στό σίγουρο ἔδαφος τῆς ἐπιστημονικῆς ἔρευνας ἔχουμε ἀπάντηση μέ τό δικό της ἀντικειμενικό τρόπο πώς παλαιός ναός τοῦ Ἁγίου, στόν ἴδιο χῶρο, δείχνει φανερά τά σημάδια τῆς ἱστορικῆς ὕπαρξής του κατά τήν Ὕστερη Βυζαντινή περίοδο. Ἀσφαλῶς, ἡ μορφή ἐκείνου τοῦ βυζαντινοῦ μνημείου θα παραμείνει ἀπροσδιόριστη.
Μποροῦμε, ὅμως, ἀνεμπόδιστα νά τόν ζωγραφίσουμε στή φαντασία μας, ὡς ἕνα ναΐσκο ἀπό τούς πολλούς, πού χτίστηκαν μέ τό ἄφθονο ἀρχαῖο δομικό ὑλικό τῆς περιοχῆς, τό ὁποῖο, φυσικά, θά ἀφανίστηκε στίς τόσες φορές, πού ἀποδεδειγμένα ξαναχτίστηκε ὁ ναός.
Ἐδῶ, ὅμως, τά μονοπάτια τῆς λογικῆς σχετικά μέ τό ἀπώτερο παρελθόν τοῦ ναοῦ εἶναι ἀδιέξοδα, καθώς ἀδυνατεῖ νά εἰσχωρήσει σ’ αὐτό τό φῶς τῆς ἐπιστημονικῆς ἔρευνας. Ἀναγκαστικά, λοιπόν, στήν πορεία ἀναζήτησης τῆς βαθύτερης ἱστορίας τοῦ ναοῦ, παίρνουμε ἄλλα μονοπάτια∙ αὐτά πού προσεγγίζουν κριτικά τόν ἱστορικό χρόνο, μέσα ἀπό τήν περιπέτεια τῆς ἀνθρώπινης πορείας, τή γοητεία τῶν μύθων καί τῶν παραδόσεων∙ μέσα ἀπό τή λεγόμενη προφορική ἱστορία, ἀρωγό στήν ἀναζήτησή μας.
Θεμελιώδης εἶναι ἡ διαπίστωση ὅτι ὁ ναός πάντα ἦταν τό κέντρο ἀναφορᾶς στήν ἱστορία τοῦ τόπου. Ποτέ δέν ἀποξενώθηκε ἀπό τό ἀνθρώπινο περιβάλλον, ὅπως ἀποδείχνεται ἀπό τίς ἀνοικοδομήσεις του. Ἡ Ὀρθόδοξη παράδοσή μας δείχνει πώς τά πάντα οἰκοδομοῦνται γύρω ἀπό τήν ἐκκλησιά, ὄχι μόνο τά κτίσματα τῶν ἀνθρώπων ἀλλά καί ὅ,τι ἀφορᾶ τόν πνευματικό βίο. Μποροῦμε ἀνεπιφύλακτα νά θεωρήσουμε πώς ἡ ἐκκλησιά τοῦ Ἅϊ Γιώργη, στό ἰδιόρρυθμο περιβάλλον τῶν οἰκιστικῶν πυρήνων γύρω της, ὑπῆρξε τό κέντρο, ἡ ἀκρόπολη καί ὁ πνευματικός φάρος τῶν ἀνθρώπων. Τά τοπωνύμια τῆς περιοχῆς βεβαιώνουν τήν πραγματικότητα αὐτή.
Ἐμφανῶς πρόκειται γιά τόπο, ὁ ὁποῖος ἀπό πάντα θά μποροῦσε νά ἔχει προσελκύσει ψυχές, πού θέλησαν ἀπερίσπαστες νά προσεύχονται καί νά δοξολογοῦν τό Θεό. Ὅλα δείχνουν τό πνευματικό ἀντιφέγγισμα τῆς περιοχῆς, ἀπ’ ὅπου διάβηκαν ἁγιασμένες μορφές τῆς Βοιωτικῆς Ἐκκλησίας.
Ἕνας τόπος ἱερός πάντα προσεγγίζει τίς ψυχές μέ ἕναν τρόπο δικό του, ἰδιαίτερο, μυστηριακό. Ἀποκαλύπτει τά σημάδια του, ἀσάλευτα στό χρόνο: Τά δένδρα, τό νερό,
τή θέση του, σκαλοπάτι πρός τόν Οὐρανό. Σήμερα ἡ Μονή τοῦ Ἁγίου Γεωργίου, χθές ὁ ναός Του, πού ἄγνωστο πόσες φορές τόν ὄρθωσε ἡ εὐλάβεια τῶν ἀνθρώπων. Στούς προχριστιανικούς αἰῶνες, ὡς τόπος περίοπτος, θά μποροῦσε ἀσφαλῶς νά ἦταν καί τόπος λατρευτικός.
Ὁ ἀπόηχος αὐτός τοῦ διαχρονικά ἱεροῦ τόπου ἔρχεται σαφέστατος ἀπό τούς αἰῶνες. Τά πάντα βοοῦν πώς οἱ ἄνθρωποι αὐτοῦ τοῦ πανέμορφου, εὐλογημένου τόπου, ἔνοιωσαν τήν καρδιά τους νά καταυγάζεται ἀπό τή Χάρη τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ καί τήν ὑπερκόσμια παρηγοριά τοῦ Μάρτυρα ἁγίου Γεωργίου. Ἡ διάδοση τῆς φήμης τῶν φρικτῶν μαρτυρίων τοῦ Τροπαιοφόρου ἄγγιξε τίς καρδιές τῶν ἀνθρώπων, πού καθαίρεσαν τόν ἀπατηλό κόσμο τῶν εἰδώλων καί ὄρθωσαν ναό πρός τιμήν τοῦ Ἥρωα τῆς Πίστης τοῦ Χριστοῦ. Γέμισε ἡ καρδιά ἀπό τό εὐφρόσυνο μήνυμα τῆς Ἀνάστασης, πού συμπλέκεται μέ τήν ἑορτή τῆς μνήμης τοῦ Μεγαλομάρτυρα Γεωργίου.
Ὁ ναός τοῦ Τροπαιοφόρου, σύμβολο τῆς παράδοσης τοῦ τόπου, κρίκος συνδετικός τῆς ἱστορίας του, ὅπου ὁ χρόνος χάνει τήν ὑπόστασή του, εἶναι σήμερα τό κέντρο τῆς συνεχοῦς λειτουργικῆς ζωῆς, τό καύχημα τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Του. Κάθε πού φτάνουμε προσκυνητές στόν ἱερό χῶρο της ἀντιλαμβανόμαστε, μέ τά πνευματικά αἰσθητήρια, πώς στόν ἱερό αὐτό τόπο, ὅπου πραγματώνεται ὁ σκοπός τῆς Ὀρθόδοξης Χριστιανικῆς ζωῆς, Ἔφορος εἶναι ὁ ἔνδοξος Μεγαλομάρτυς τοῦ Χριστοῦ, ὁ Τροπαιοφόρος ἅγιος Γεώργιος.