Βιος Αγιου Γεωργιου
Η ΖΩΗ ΚΑΙ ΤΟ ΜΑΡΤΥΡΙΟ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ
Ἱστορικό πλαίσιο Διωγμοί
Προστρέχοντας στή χάρη τῶν Ἁγίων ὁ Ὀρθόδοξος Χριστιανός βιώνει σέ μιά βαθιά πνευματική σχέση τή βεβαιότητα τῆς παρουσίας τους. Σκέπτεται τίς λεπτομέρειες τῆς ἐπίγειας ζωῆς τους, γιατί οἱ Ἅγιοι ὑπῆρξαν πρόσωπα ἱστορικά, τά ὁποῖα, ἄν καί ἔζησαν σέ συγκεκριμένο τόπο καί χρόνο, ὅμως δροῦν στήν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας διαρκῶς.
Στήν ὑμνογραφία τοῦ ἁγίου Γεωργίου ζωντανή προβάλλει αὐτή ἡ ἀλήθεια: «Πάλιν ὁ Γεώργιος ἐλέγχει, πάλιν στηλιτεύει ἀθεότητα τῶν εἰδώλων ἅπασαν, ἐκ γῆς φανερούμενος∙ θανὼν γὰρ οὐκ ἀπέθανεν, ἀλλὰ ζῇ πάντοτε, φθεγγόμενος καὶ ζῶν παραδόξως∙ δίκαιοι γὰρ ζῶσιν εἰς ἅπαντα αἰῶνα».
Ἄς ἀκολουθήσουμε, λοιπόν, τά βήματα τῆς ἐπίγειας παρουσίας τοῦ Μεγαλομάρτυρα ἁγίου Γεωργίου, σύμφωνα μέ τούς βιογράφους Του, τούς συναξαριστές, τά Μαρτυρολόγια καί τήν Ἱστορία τῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας.
Μεταφερόμαστε νοερά στόν 3ο πρός 4ο μ.Χ. αἰώνα στήν ἀπέραντη Ρωμαϊκή Αὐτοκρατορία. Ὁ αὐτοκράτορας Γάϊος Αὐρήλιος Βαλέριος Διοκλητιανός, πού γεννήθηκε στή Διόκλεια τῆς Δαλματίας τό 230 μ.Χ., παίρνει στά χέρια του τό 284 μ.Χ. τίς τύχες τῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας, πού βρίσκεται σέ κρίσιμη κατάσταση. Σκληροί ἀμυντικοί πόλεμοι, πολιτική καί κοινωνική ἀναρχία ἀπειλοῦσαν τότε τή Ρώμη.
Ὁ Διοκλητιανός, ἄν καί ταπεινῆς καταγωγῆς (γιός ἀπελεύθερου δούλου), διακρίθηκε γιά τή μεγάλη νοημοσύνη του καί ἀνακηρύχτηκε αὐτοκράτορας ἀπό τούς στρατηγούς. Ἀναδιοργάνωσε τήν Αὐτοκρατορία ριζικά σέ ὅλους τούς τομεῖς: Στό στρατό, τήν οἰκονομία καί τή διοίκηση, πού τήν ἀνέθεσε σέ δύο Αὐγούστους καί δύο Καίσαρες. Ὁ ἴδιος, ὡς Αὔγουστος, κράτησε στή διοίκησή του τήν Ἀνατολή, τή Λιβύη καί τήν Αἴγυπτο∙ εἶχε ἕδρα του τή Νικομήδεια τῆς Βιθυνίας. Ὡς συνάρχοντά του ἀνακήρυξε τό Γάιο Γαλέριο Μαξιμιανό μέ τόν τίτλο τοῦ Καίσαρα.
Στή Δύση ἀνακήρυξε Αὔγουστο τό Μᾶρκο Βαλέριο Μαξιμιανό μέ συνάρχοντα τόν Κωνστάντιο τό Χλωρό, πατέρα τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου, καί ἕδρα τό Μεδιόλανο (Μιλάνο). Ὁ Διοκλητιανός, ἐφαρμόζοντας αὐστηρές ἀπολυταρχικές ἀρχές, ἀνόρθωσε τήν Αὐτοκρατορία. Θεώρησε, ὅμως, ἀπαραίτητο στοιχεῖο γιά τήν ἐσωτερική ἑνότητα τοῦ κράτους τή διατήρηση τῆς ἀρχαίας θρησκείας. Κήρυξε, ἔτσι, τόν αἱματηρότατο διωγμό κατά τῶν Χριστιανῶν ἀπό τό 303 → 305 μ.Χ.
Ἄς σταθοῦμε, ὅμως, λίγο στούς τρεῖς αἱματηρούς αἰῶνες τῶν διωγμῶν, μέχρι τό 300 μ.Χ. Θά δοῦμε τότε νά ἀναπτύσσεται στήν πρωτοχριστιανική κοινωνία τό στοιχεῖο τοῦ ἡρωισμοῦ. Τήν ὑπέρτατη ἔκφραση αὐτοῦ τοῦ ἡρωισμοῦ τή βλέπουμε στήν Ἐκκλησία τῶν διωγμῶν καί τῶν Μαρτύρων, στήν “Καθημαγμένη Ἐκκλησία”, πού πρόσφερε τό αἷμα τῶν Μαρτύρων της ὡς ἀντάλλαγμα γιά τή δημιουργία τῆς νέας Κοινωνίας τῆς Ἀγάπης.
Εἶναι γνωστό ὅτι ἡ ἀνώτερη ρωμαϊκή κοινωνία καί ἡ ἐπίσημη πολιτεία καταδίωξαν μέ μανία, τόσο τό Χριστιανισμό, ὡς θρησκεία καί κοινωνικό σύστημα, ὅσο καί τούς Χριστιανούς. Γιά τή Ρώμη, ἡ θρησκεία τῶν εἰδώλων ἦταν μᾶλλον θεσμός πολιτικός. Ἔτσι, ποτέ δέν δέχτηκαν τή θεότητα τοῦ Χριστοῦ, πού καταδικάστηκε ἀπό τό Ρωμαῖο ἄρχοντα τῆς Παλαιστίνης, οὔτε, φυσικά, τήν ἰσότητα τῶν ἀνθρώπων καί τήν ἐλευθερία τῶν δούλων, πού κήρυξε ὁ Ἰησοῦς.
Ἄν καί δέν ὑπῆρξαν μέτρα δραστικά κατά τῶν Χριστιανῶν γιά πενήντα χρόνια μετά τή Σταύρωση τοῦ Χριστοῦ, ὁ Χριστιανισμός ἦταν πάντα “ἐκτός νόμου”. Οἱ Χριστιανοί θεωροῦνταν ὅτι ἀνῆκαν σέ σωματεῖο ἀπαγορευμένο. Ἡ δέ ἄρνησή τους νά λατρεύουν τόν αὐτοκράτορα θεωρήθηκε “ἔγκλημα καθοσιώσεως καί ἀσέβειας κατά τοῦ αὐτοκράτορα καί τῆς ἀσφάλειας τοῦ κράτους”.
Ὁ αὐτοκράτορας Τραϊανός (98-117 μ.Χ.) ὅρισε ὅτι ἔπρεπε οἱ Χριστιανοί, ἄσχετα ἀπό τήν ὑπόλοιπη ζωή τους, νά καταδικάζονται μόνο καί μόνο ὡς Χριστιανοί μέ νομική τακτική διαδικασία. Νά συγχωροῦνται δέ μόνο ὅσοι, ἀρνούμενοι τό Χριστιανισμό, πρόσφεραν θυσία στούς θεούς. Ἡ ἄρνησή τους γιά συμμετοχή σέ εἰδωλολατρικές λατρευτικές πράξεις σήμαινε ποινή γιά προδοσία. Ἡ καταδίκη δέν ἦταν ἁπλῶς θάνατος ἀλλά καί φρικτά σωματικά βασανιστήρια.
Πολλοί αὐτοκράτορες ὑπῆρξαν διῶκτες τῶν Χριστιανῶν: Ὁ Νέρων (54-68 μ.Χ.), ὁ Δομιτιανός (8196 μ.Χ.), ὁ Τραϊανός (98-117 μ.Χ.), ὁ Μᾶρκος Αὐρήλιος (161-180 μ.Χ.), ὁ Κόμμοδος (182-192 μ.Χ.), ὁ Δέκιος (249-251 μ.Χ.), ὁ Οὐλεριανός (253-260 μ. Χ.) κ.ἄ.
Ὅμως, παρά τούς διωγμούς, ὁ Χριστιανισμός ρίζωνε ὁλοένα καί βαθύτερα. Στά χρόνια τοῦ Διοκλητιανοῦ (284-305 μ.Χ.) εἶχε φτάσει ὥς τήν αὐτοκρατορική αὐλή. Κατά τούς ἱστορικούς, ἡ σύζυγος καί ἡ κόρη τοῦ Διοκλητιανοῦ ἦταν Χριστιανές.
Χριστιανικοί ναοί ὑπῆρξαν ὄχι μόνο σέ ἐπαρχιακές πόλεις ἀλλά καί στή Νικομήδεια, τήν ἕδρα τοῦ Διοκλητιανοῦ. Ἀξιωματικοί τοῦ στρατοῦ, διοικητές ἐπαρχιῶν καί ἀνώτεροι ὑπάλληλοι ἦταν Χριστιανοί. Ὅμως, ὁ Διοκλητιανός, ἀγνοώντας ἤ ὑποτιμώντας τήν πραγματικότητα καί ἐπηρεασμένος ἀπό τό συνάρχοντά του Γαλέριο, θεώρησε τήν ἐπιβολή τής ἀρχαίας θρησκείας βασική προϋπόθεση τοῦ ἀνορθωτικοῦ του προγράμματος.
Ἔτσι, τό 303 μ.Χ. ἐξέδωσε τό πρῶτο ἀπό τά διατάγματα τῶν διωγμῶν. Μ’ αὐτό διέταξε τήν καταστροφή τῶν χριστιανικῶν ναῶν καί βιβλίων. Ταυτόχρονα, ἀφαιροῦσε κάθε πολιτικό δικαίωμα ἀπό ὅποιον ὁμολογοῦσε τή χριστιανική ἰδιότητα. Ἡ ἐφαρμογή τοῦ διατάγματος ἄρχισε μέ τήν καταστροφή τοῦ χριστιανικοῦ ναοῦ τῆς Νικομήδειας. Πρῶτος μάρτυρας ὑπῆρξε ὁ Ἐπίσκοπος Ἄνθιμος,“ἀποτμηθείς τήν κεφαλήν”.
Μέ τά δύο ἑπόμενα διατάγματα τοῦ ἴδιου χρόνου διέταξε τή φυλάκιση ὅλων τῶν Χριστιανῶν κληρικῶν καί ἀπείλησε μέ φρικτά βασανιστήρια ὅσους ὁμολογοῦσαν τό Χριστό. Μέ ἕνα τέτοιο διάταγμα τό 304 μ.Χ διέταξε «πάντας πανδημεί τούς κατά πόλιν θύειν τε καί σπένδειν». Ἐπέβαλε, δηλαδή, σέ ὅλους τούς πολίτες, σέ ὁρισμένη ἡμέρα πού ὁ ἴδιος καθόρισε, τήν προσφορά θυσίας στά εἴδωλα. Φυσικά, ἡ πράξη αὐτή θά σήμαινε δημόσια ἀποκήρυξη τοῦ Χριστιανισμοῦ.
Ποταμός χριστιανικῶν αἱμάτων ξεχύθηκε τότε. Ὁ ἱστορικός Εὐσέβιος, αὐτόπτης μάρτυρας, περιγράφει τή σφαγή τῶν Χριστιανῶν: «Δέκα, εἴκοσι, ἑξήντα, ἑκατό θανα τώνονται τήν ἴδια ἡμέρα. Τά βασανιστήρια ἦταν φρικώδη, οἱ περιουσίες τῶν Χριστι ανῶν ἐδημεύοντο. Μιά πόλη τῆς Φρυγίας ἐξολοθρεύτηκε ἐντελῶς, γιατί ὅλοι οἱ κάτοι κοί της ἦταν Χριστιανοί, ἀκόμη καί οἱ πολιτικοί καί οἱ στρατιωτικοί της ἄρχοντες».
Δύο χρόνια κράτησε ὁ φρικτός διωγμός. Ὕστερα ἀπό τά δύο αὐτά χρόνια κι ἐνῶ ὁ αἱμοσταγής Διοκλητιανός ἀπέτυχε νά ξεριζώσει τό Χριστό ἀπό τίς καρδιές τῶν ἀνθρώπων, παραιτήθηκε ἀπό τό ἀξίωμά του ἑκουσίως, τό 306 μ.Χ., παραχωρώντας τήν πορφύρα τοῦ Αὐγούστου στό συνάρχοντα καί γαμβρό του Γαλέριο, ἐπίσης φανατικό διώκτη τῶν Χριστιανῶν. Σάν ἄλλος Ἰουλιανός ἀναγνώρισε ἔμμεσα τήν ἥττα του ἀπό τό Ναζωραῖο. Κατανόησε ὅτι τό ἀποτέλεσμα τοῦ διωγμοῦ ἦταν ἡ ἐνδυνάμωση μᾶλλον παρά ἡ ἐξασθένηση τοῦ Χριστιανισμοῦ. Συνειδητοποιώντας, λοιπόν, τήν πολιτική ἀποτυχία του ἀποσύρθηκε στά Σάλωνα (Σπάλατον) τῆς Δαλματίας ὥς τό θάνατό του (316 μ.Χ.).
Ὁ Γαλέριος τό 306 ἐπανέλαβε τούς σκληρούς διωγμούς ὥς τό 311, ὁπότε ἀσθένησε βαρύτατα καί διέταξε τήν κατάπαυσή τους. Ὁριστικά οἱ διωγμοί ἔπαυσαν τό 313 μ.Χ. μέ τό διάταγμα τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου, πού ἐκδόθηκε στό Μεδιόλανο καί ὑπογράφτηκε καί ἀπό τό Λικίνιο.
Τά ὀκτώ ἔτη τῶν τελευταίων σκληρότατων διωγμῶν (303-311 μ.Χ.) ὀνομάστηκαν ἐποχή τῶν Μαρτύρων. Ποταμοί τά χριστιανικά αἵματα, ἀναρίθμητοι οἱ Μάρτυρες, οἱ ὁποῖοι πέθαιναν μέ θάνατο φρικτό μέσα σέ οὐράνια ἠρεμία καί μέ τή βεβαιότητα ὅτι ἡ θυσία τους θεμελίωνε τό θρίαμβο τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ.
Ἡ καταγωγή τοῦ ἁγίου Γεωργίου
Κορυφαῖος στόν ἱερό χῶρο τῶν Μαρτύρων ἀναδείχτηκε ὁ Μεγαλομάρτυρας Γεώργιος. Ἑλληνικότατο τό ὄνομα Γεώργιος, σημαίνει αὐτόν πού γεωργεῖ, πού καλλιεργεῖ τή γῆ (ἀπό τή λέξη “γεώργιον” = ἀγρός, χωράφι). Τό ὄνομα αὐτό ἔχει διασωθεῖ στή ΙΖ΄ Ἐπιστολή τοῦ Πλάτωνα.
Ὁ ἅγιος Γεώργιος ἦταν ἀνώτερος ἀξιωματικός τοῦ ρωμαϊκοῦ στρατοῦ, ὅταν κηρύχτηκε ὁ διωγμός τοῦ Διοκλητιανοῦ. Γεννήθηκε περί τό 275 μ.Χ. καί μαρτύρησε τό πρῶτο ἔτος τοῦ διωγμοῦ, τό 303 μ.Χ. Ὡς τόπος γέννησής του θεωρεῖται ἡ Καππαδοκία (ἤ κατ’ ἄλλη ἐκδοχή ἡ Ἀρμενία).
Πατέρας τοῦ ἁγίου Γεωργίου ἦταν ὁ Ἕλληνας στρατηγός Γερόντιος ἀπό οἰκογένεια συγκλητικῶν τῆς Καππαδοκίας. Αὐτός δίδαξε στό νεαρό Γεώργιο τή στρατιωτική τέχνη. Εἰδωλολάτρης ὁ Γερόντιος, βαφτίστηκε Χριστιανός πρός τό τέλος τῆς σύντομης ζωῆς του
Μητέρα τοῦ Ἁγίου ἦταν ἡ εὐλαβέστατη Πολυχρονία, Χριστιανή, πού ἀνέθρεψε τό Γεώργιο “ἐν παιδείᾳ Κυρίου” καί τόν βάπτισε Χριστιανό σέ μικρή ἡλικία. Καταγόταν ἀπό τή Λύδδα (Διόσπολη) τῆς Παλαιστίνης, ὅπου εἶχε μεγάλη κτηματική περιουσία. Παρακολούθησε ἀπό κοντά τό φρικτό μαρτύριο τοῦ Μεγαλομάρτυρα γιοῦ της, προσευχόμενη στόν Κύριο, μαζί μέ τούς Χριστιανούς τῆς Νικομήδειας, γιά τήν ἐνίσχυσή του.
Ὅταν ὁ Διοκλητιανός ἀποθηριώθηκε, βλέποντας τήν καρτερία τοῦ Γεωργίου καί τήν ἀκλόνητη πίστη του, θεώρησε τήν Πολυχρονία ὑπεύθυνη γιά τά φρονήματα τοῦ γιοῦ της∙ τῆς ζήτησε, λοιπόν, νά θυσιάσει στά εἴδωλα, γιά νά κάμψει τήν ἀντοχή τοῦ Γεωργίου. Στήν ἄρνησή της, διέταξε φρικτά βασανιστήρια: Τή μαστίγωσαν, τήν κρέμασαν, τῆς ἔσχισαν τίς σάρκες, τήν ἔκαιγαν μέ ἀναμμένες λαμπάδες καί τῆς φόρεσαν πυρακτωμένα ὑποδήματα. Ἡ μεγαλομάρτυς Πολυχρονία παρέδωσε τήν ἁγία ψυχή της στό Κύριο λίγο πρίν τό μαρτυρικό τέλος τοῦ γιοῦ της Γεωργίου. Οἱ Χριστιανοί ἔθαψαν τό τίμιο λείψανό της κι ἀργότερα μεταφέρθηκε, ὅπως καί τοῦ Μεγαλομάρτυρα ἁγίου Γεωργίου, στήν πατρίδα της, τή Λύδδα τῆς Παλαιστίνης.
Ἡ Λύδδα δέχτηκε πολύ ἐνωρίς τό Χριστιανισμό καί ἔγινε ἕδρα Ἐπισκόπων. Πό -λη ἀρχαιότατη, ἀναφέρεται στήν Παλαιά Διαθήκη μέ τό ὄνομα Λώδ (Α΄ Παραλειπομένων, η΄12, • Β΄ Ἕσδρας, β΄33, • Νεεμίας, ζ΄37). Καταστράφηκε ἀπό τό Ρωμαῖο στρατηγό Κάσσιο στά μέσα τοῦ 1ου π.Χ. αἰ., ἀλλ’ ἀνοικοδομήθηκε πάλι ἀπό τούς Ρωμαίους καί ὀνομάστηκε Διόσπολη (πόλη τοῦ Δία). Ἐκεῖ ὁ Πέτρος θεράπευσε τόν παραλυτικό (Πράξ. Θ΄, 32-35) καί ἐκεῖ ἔγινε ὁ τάφος τοῦ ἁγίου Γεωργίου.
Μετά τόν 3ο μ.Χ. αἰ. ἡ πόλη ὀνομάστηκε Γεωργιούπολη (πόλη τοῦ ἁγίου Γεωργίου) καί μέχρι τό 13ο αἰ. εἶναι γνωστή καί μ’ αὐτό τό ὄνομα. Αἰῶνες τώρα πλήθη Χριστιανῶν συρρέουν στή Λύδδα, γιά νά προσκυνήσουν τόν τάφο τοῦ προσφιλέστερου Ἁγίου τοῦ χριστιανικοῦ κόσμου, ὁ ὁποῖος βρίσκεται σέ ὑπόγειο χῶρο τοῦ λαμπροῦ ναοῦ Του.
Σήμερα, στήν περιοχή πού βρίσκονταν τά κτήματα τῆς ἁγίας Πολυχρονίας, ὑπάρχει Ὀρθόδοξο μοναστήρι πρός τιμήν τοῦ ἁγίου Γεωργίου. Εἶναι κοντά στή Βηθλεέμ, στό χωριό Μπετζαλλά, πού κατοικεῖται ἀπό μουσουλμάνους.
Ἡ μάρτυς ἁγία Πολυχρονία θεωρεῖται προστάτιδα τῶν μητέρων καί ἡ μνήμη της τιμᾶται στίς 23 Ἀπριλίου. Μεγαλοπρεπής ναός πρός τιμήν της ἔχει ἀνεγερθεῖ στή Μονή Ἁγίου Γεωργίου Ἡλίων, στήν Εὔβοια. Ὁ ὑπόγειος ναός εἶναι ἀφιερωμένος στήν ἐξαδέλφη τοῦ ἁγίου Γεωργίου, τήν ἁγία ἰσαπόστολο Νίνα, πού κήρυξε τό Χριστιανισμό στή χώρα τῆς Γεωργίας.
Ἡ λαμπρή στρατιωτική σταδιοδρομία Του
Ὅταν ἔγινε δεκαοκτώ χρόνων κατατάχτηκε στό στρατό τοῦ Διοκλητιανοῦ, γιατί οἱ Χριστιανοί ποτέ δέν ἔδειξαν τάση ἀποφυγῆς τῶν πολιτικῶν καθηκόντων τους. Ὁ νεαρός Γεώργιος ἐκπαιδεύτηκε στήν πολεμική τέχνη, διακρίθηκε γιά τήν ἀνδρεία καί τή στρατιωτική του ἱκανότητα, ἔγινε σημαιοφόρος καί διέπρεψε ἔπειτα στήν τάξη τῶν Τριβούνων, ἀνωτέρων ἀξιωματικῶν τοῦ ρωμαϊκοῦ στρατοῦ. Πολέμησε ἐναντίον τῶν Περσῶν τό 296-297 καί τό 302 στό Β΄ Περσικό πόλεμο τοῦ Γαλερίου ἐναντίον τοῦ Ναρσῆ.
Σύμφωνα μέ τό βιογράφο του, ὁ Γεώργιος «ἄθλους οὐ μικρούς ἀγωνίζεται, θαυμαστήν ἔχων ἐν πολέμοις εὐτολμίαν». Ἡ στρατιωτική του ἱκανότητα τόν ἀνέδειξε Κόμη τοῦ Νουμέρου τῶν Ἀνικιώρων καί στρατιωτικό διοικητή τοῦ τάγματος ἐπιλέκτων τῆς αὐτοκρατορικῆς φρουρᾶς. Τό τάγμα αὐτό ἔφερε τό ὄνομα μιᾶς μεγάλης ρωμαϊκῆς οἰκογένειας (Anicii), τῆς ὁποίας πολλά μέλη ἔφτασαν στά ὕπατα ἀξιώματα. Ἡ ἀνδρεία καί ἡ φρόνησή του ἔφεραν στό Γεώργιο τιμές καί ἀξιώματα: «Τήν μέν ἡλικίαν νεάζων, τήν δέ φρόνησιν πολιός», γράφει ὁ βιογράφος τοῦ Ἁγίου.
Ἡ ὁμολογία καί τό μαρτύριο
Τό 303 μ.Χ., τό μήνα Φεβρουάριο, ὕστερα ἀπό συμβούλιο πού συγκάλεσε στή Νικομήδεια ὁ Διοκλητιανός, ἄρχισαν νά δημοσιεύονται τά διατάγματα τῶν αἱματηρότατων διωγμῶν του ἐναντίον τῶν Χριστιανῶν, οἱ ὁποῖοι κράτησαν δύο χρόνια. Ὁ Γεώργιος, πού ἦταν τότε στό ἀποκορύφωμα τῆς λαμπρῆς σταδιοδρομίας του, ἔπρεπε νά ἐπιλέξει: Ἤ νά ἀποκηρύξει τό Χριστιανισμό, διατηρώντας τή δόξα καί τά πλούτη του, ἤ νά ὁμολογήσει τή χριστιανική του ἰδιότητα καί νά ὑποστεῖ τίς συνέπειες. Ἐπέλεξε τήν ὁμολογία καί τό μαρτύριο, τή “στενή Πύλη…”, περιφρονώντας τά πλούτη καί τή δόξα.
Ἐπειδή γνώριζε πώς ἄμεση συνέπεια τῆς ὁμολογίας του θά ἦταν ἡ δήμευση τῆς περιουσίας του, φρόντισε ἀπό πρίν νά τή μοιράσει στούς φτωχούς. Ἔτσι, μέ μόνη ἀρματωσιά καί πνευματική του πανοπλία τή θερμή του πίστη στό Χριστό, μέ τήν Ἀλήθεια γιά σπαθί καί θώρακα τή Δικαιοσύνη, ὁρμᾶ στόν πόλεμο κατά τῆς ἀσέβειας.
Μπροστά στό Διοκλητιανό καί τούς ἄρχοντες διακήρυξε μέ παρρησία τήν πίστη του ὁ Γεώργιος: «Χριστιανός εἰμί». Ταράχτηκαν οἱ ἄρχοντες σάν τόν ἄκουσαν. Ἀμ-φιγνωμοῦσαν, κι ἄλλοτε θαύμαζαν τό θάρρος του κι ὕστερα τόν ἀπειλοῦσαν καί πάλι ἀνακαλοῦσαν τίς ἀπειλές… Τοῦ θύμισαν πλούτη, τιμές, ὀμορφιά, νειάτα… Μάταια ὅμως! Ἔτσι, ὁ νόμος ἔπρεπε νά τηρηθεῖ, ἀφοῦ ὁ Γεώργιος δέν ἀνακάλεσε τήν ὁμολογία του.
Τά μαρτύρια, ἡ ἀρχή…
Ἐξοργισμένος ὁ αὐτοκράτορας καί ἐλπίζοντας στή μεταστροφή του τόν παρέδωσε σέ φρικτά βασανιστήρια. Διατάσσει καί τόν μαστιγώνουν ἀνελέητα μέ βούνευρα (τένοντες βοδιῶν), τόν κτυποῦν μέ κοντάρι στήν κοιλιά, πού ἡ μεταλλική του αἰχμή θαυματουργικά κυρτώνει, χαρακώνουν τό σῶμα του μέ σιδερένια ξέστρα καί τόν τραυματίζουν στούς ἀγκῶνες μέ κτυπήματα. Καρτερικά ὑπομένει ὁ Μάρτυρας τά βασανιστήρια, προσευχόμενος. Τέλος, τόν ὁδηγοῦν στή φυλακή, ἀκινητοποιοῦν τό σῶμα του στό πάτωμα μέ σχοινιά καί τοποθετοῦν πάνω στό στῆθος του βαριά πέτρα. Ἔτσι πέρασε τή νύχτα του ὁ Μάρτυρας, μένοντας ἄθικτος.
Τό μαρτύριο τοῦ τροχοῦ
Τήν ἑπόμενη μέρα ὁ Διοκλητιανός παρέδωσε τό Γεώργιο στό μαρτύριο τοῦ τροχοῦ. Πανάρχαιο ὄργανο βασανισμοῦ, πού κατέκοβε τίς σάρκες καί ἔσπαζε τά κόκκαλα τοῦ κατάδικου, καθώς, δεμένος σέ τροχό, περιστρεφόταν πάνω ἀπό καρφιά καί ἄλλα αἰχμηρά μέταλλα, πού ἦταν προσαρμοσμένα σέ ξύλινη δοκό στό ἔδαφος. Μέ καρτερία ὑπέμεινε τό μαρτύριο, προσευχόμενος θερμά ὁ Ἀθλητής τοῦ Χριστοῦ. Ἐπειδή ἡ ποινή ἐκτελεῖτο δημόσια, ὁ ὄχλος παρακολουθοῦσε τό μαρτύριο. Πολλοί τότε ἄκουσαν μιά ὑπερκόσμια φωνή μέσα στή νεφέλη, πού τύλιγε τόν τόπο τοῦ μαρτυρίου. Ἡ Θεία φωνή καλοῦσε τόν Ἀθλητή μέ τ’ ὄνομά του. Καί ὅταν ὑποχώρησε ἡ νεφέλη, φάνηκε ὁ Γεώργιος λυτρωμένος ἀπό τά δεσμά του καί ὑγιής.
Τά ὑπερφυσικά αὐτά γεγονότα ἔκαμαν πολλούς νά πιστέψουν στό Χριστό. Ἀνάμεσά τους ὁ Βίκτωρ, ὁ Ἀκίνδυνος, ὁ Ζωτικός, ὁ Ζήνων, ὁ Σεβηριανός ἀλλά καί δύο χιλίαρχοι τοῦ ρωμαϊκοῦ στρατοῦ: Ὁ Ἀνατόλιος καί ὁ Πρωτολέων. Ἐμμένοντας στήν ὁμολογία τους, ἀποκεφαλίστηκαν ὅλοι τήν ἴδια μέρα μέ διαταγή τοῦ Διοκλητιανοῦ, βαπτισμένοι στό ἴδιο τους τό αἷμα.
Στό λάκκο μέ τόν ἀσβέστη
Ἐφαρμόζοντας τήν πολιτειακή του φιλοσοφία καί ἀποβλέποντας φανερά σέ παραδειγματισμό ὁ Διοκλητιανός, καθώς οἱ ποινές ἐκτελοῦνταν δημόσια, διέταξε δεινό βασανισμό τοῦ Γεωργίου: Νά τόν ρίξουν σέ λάκκο μέ ἀσβέστη πού ἐνυδατώνεται (βράζει), ἔχοντας τή βεβαιότητα ὅτι θά εὕρισκε φρικτό θάνατο.
Μετά τρεῖς ἡμέρες οἱ δεσμοφύλακες πού πῆραν διαταγή ν’ ἀνοίξουν τό λάκκο βρῆκαν τό Μάρτυρα σῶο νά προσεύχεται μεγαλόφωνα. Κατάπληκτοι οἱ φρουροί καί οἱ παρευρισκόμενοι ἀναφωνοῦσαν: «Μέγας ὁ Θεός τοῦ Γεωργίου!». Ἀκόμη καί ἡ σύζυγος τοῦ Διοκλητιανοῦ Ἀλεξάνδρα, πού παρακολουθοῦσε τά μαρτύρια, στά ὁποῖα ὑποβαλλόταν ὁ Μάρτυρας, ἀλλά καί τά ἀνεξήγητα γεγονότα πού τά συνόδευαν, εἶχε ἀρχίσει νά μεταστρέφεται στό Χριστιανισμό. Ἔκπληκτος καί ὁ Διοκλητιανός ζήτησε νά δεῖ τόν ἀξιωματοῦχο του, ἀπαιτώντας μιά ἐξήγηση γιά τά συμβαίνοντα. Πίεζε τό Γεώργιο νά ὁμολογήσει πώς δέν ἦταν παρά ἕνας μάγος, πού προσποιοῦνταν τό Χριστιανό.
Ὁ μάγος Ἀθανάσιος καί τό δηλητήριο
Ἀνέθεσε, τότε, ὁ Διοκλητιανός σ’ ἕνα μάγο, τόν Ἀθανάσιο, ν’ ἀντιμετωπίσει τό Γεώργιο. Αὐτός διαβεβαίωσε τόν ἄρχοντα ὅτι τό δηλητήριό του θά κάψει τά σωθικά καί θά προκαλέσει στή στιγμή φρικτό θάνατο στό Μάρτυρα. Ὁ Διοκλητιανός, γιά νά βεβαιωθεῖ γιά τήν ἀποτελεσματικότητα τοῦ δηλητηρίου, διέταξε καί τό ἔδωσαν σ’ ἕνα φυλακισμένο κατάδικο, πού ξεψύχησε ἀμέσως. Ὁ Γεώργιος προσευχόμενος πῆρε τό θανατηφόρο δηλητήριο χωρίς νά πάθει τίποτα. Πολλοί ἀπό τούς παρευρισκόμενους, ἀλλά καί ὁ ἴδιος ὁ μάγος Ἀθανάσιος, ὁμολόγησαν δημόσια τήν πίστη τους στό Χριστό. Τήν ἴδια στιγμή ὁ Ἀθανάσιος καί ἀρκετοί ἀπό αὐτούς πού μεταστράφηκαν στό Χριστιανισμό καταδικάστηκαν σέ θάνατο, ὁδηγήθηκαν ἔξω ἀπό τήν πόλη καί ἀποκεφαλίστηκαν.
Τά πυρακτωμένα ὑποδήματα καί ἡ μαστίγωση
Νέος σκληρός βασανισμός ἐπινοήθηκε γιά τόν Ἀθλητή τοῦ Χριστοῦ: Τοῦ φόρεσαν στά πόδια σιδερένια πυρακτωμένα ὑποδήματα μέ καρφιά καί μέ κτυπήματα τόν ἀνάγκαζαν, φορώντας τα, νά βαδίζει πρός τή φυλακή του. Μέ ἀπτόητη καρτερία καί προσευχή πέρασε τή νύχτα. Τό πρωί, σάν ζήτησε ὁ Διοκλητιανός νά δεῖ τό Μάρτυρα, ἄναυδος τόν ἀντικρύζει νά βαδίζει σταθερά.
Ὁ Μάρτυρας τότε ἐπέκρινε ὀξύτατα τόν αὐτοκράτορα γιά τό σκοτάδι τῆς ψυχῆς του. Ὁ ὀξύς ἔλεγχος τοῦ Γεωργίου πρός τό Διοκλητιανό καί ἡ ἐμμονή του, δημόσια, στή ὁμολογία τῆς χριστιανικῆς του ἰδιότητας προκάλεσαν ἔκρηξη τῆς ὀργῆς τοῦ ἄρχοντα. Ἔξαλλος τόν ἀπειλεῖ μέ νέα θανατηφόρα βασανιστήρια καί διατάσσει πάλι σκληρή μαστίγωση μέ βούνευρα.
Δέν εἶναι μόνο ἡ ἄρνηση τοῦ Μάρτυρα νά ἀποκηρύξει τό Χριστιανισμό αὐτό πού ἐξοργίζει τό Διοκλητιανό∙ εἶναι καί ὁ θαυμασμός τοῦ πλήθους, πού ἐνθαρρύνει τούς Χριστιανούς καί μεταστρέφει τούς εἰδωλολάτρες στή χριστιανική πίστη.
Ἡ ἀνάσταση τοῦ νεκροῦ
Ὁ Διοκλητιανός προσπαθεῖ νά πείσει τό λαό πώς ἡ ὑπεράνθρωπη ἀντοχή τοῦ Γεωργίου εἶναι ἔργο μαγικῆς ἐνέργειας καί ὄχι πίστης. Στοχεύοντας νά ἐκμηδενίσει τό Γεώργιο τοῦ ζητᾶ τό ἀκατόρθωτο: Νά ἀναστήσει ἕνα νεκρό, πού εἶχε πεθάνει πρίν πολλά χρόνια, ἀπό παρακείμενο τάφο. Σαφῆ τά λόγια τοῦ Χριστοῦ γιά τήν καρδιά, πού πλημμυρίζει πίστη σ’ Ἐκεῖνον: «Τά ἔργα, ἅ ἐγώ ποιῶ κἀκεῖνος ποιήσει…» (Ἰωάν. ιδ΄, 12).
Γονάτισε καί προσευχήθηκε ὁ Μάρτυρας τοῦ Θείου Λόγου καί εἶδαν τό νεκρό νά στέκεται στή μέση τοῦ τάφου. Τήν ἴδια στιγμή τέσσερις σωματοφύλακες τοῦ Διοκλητιανοῦ, ὁ Χριστοφόρος, ὁ Θεωνᾶς, ὁ Καισάριος καί ὁ Ἀντωνῖνος, βλέποντας τά παράδοξα πού ἐπιτελοῦνταν, ἔγιναν Χριστιανοί καί πέθαναν μαρτυρικά. Γιά ἀπατηλό ὅραμα καί μαγικά τεχνάσματα μίλησαν οἱ διῶκτες του, βλέποντας τό θαῦμα.
Ὁ Μεγαλομάρτυρας Γεώργιος ὁδηγήθηκε πάλι στή φυλακή, ὅπου πηγαινοερχόταν ἀσταμάτητα ὁ λαός. Πλῆθος ἀνθρώπων ἔγιναν Χριστιανοί, παρακολουθώντας τά φρικτά μαρτύρια τοῦ Γεωργίου καί τήν ἀκλόνητη πίστη του. Ἀκόμη καί τούς φύλακες δωροδοκοῦσαν γιά μιά ὀλιγόλεπτη ἐπίσκεψη στό κελλί του. Πολλοί τότε στερεώθηκαν στήν πίστη ἤ βρῆκαν ἀνακούφιση στόν ἀνθρώπινο πόνο τους μέ τίς προσευχές τοῦ Μάρτυρα.
Ὁ γεωργός Γλυκέριος
Τότε ἀξιώθηκε νά γίνει Μάρτυρας τοῦ Χριστοῦ κι ἕνας πάμφτωχος γεωργός, ὁ Γλυκέριος. Βρέθηκε σέ ἀπόγνωση, ὅταν ἔχασε τή μόνη του περιουσία, ἕνα βόδι, μέ τό ὁποῖο ὄργωνε χωράφια, γιά νά ζήσει. Ἡ φήμη τοῦ Γεωργίου τόν ἔφερε στή φυλακή μέ τήν ἐλπίδα τῆς βοήθειας. Σπλαχνική ἡ καρδιά τοῦ Μάρτυρα τόν συμπόνεσε:
−«Ἄν πιστεύεις, πήγαινε καί θά βρεῖς τό βόδι σου γερό», τοῦ εἶπε.
Ἡ ἁπλή καρδιά τοῦ Γλυκερίου δέν κράτησε τό θαῦμα μυστικό. Τό φώναξε μέ ὅλη τή δύναμη τῆς ψυχῆς του μαζί μέ τήν ὁμολογία του πώς εἶναι Χριστιανός. Ἡ ὀργή τοῦ Διοκλητιανοῦ ξέσπασε τώρα πάνω στό φτωχό γεωργό, πού ἀμέσως τόν καταδίκασε σέ θάνατο μέ ἀποκεφαλισμό.
Μαρτύρια χωρίς τέλος…
Ἀκολούθησαν ἐπί ἡμέρες κι ἄλλα φρικτά βασανιστήρια γιά τό Μάρτυρα τοῦ Χριστοῦ: Τόν ξάπλωσαν καί τόν ἔδεσαν πάνω σέ πυρακτωμένο κρεβάτι, τόν κρέμασαν σέ δοκό καί τοῦ χαράκωσαν βαθιά τό σῶμα μέ μεταλλικά ξέστρα, τόν ἔκαιγαν μέ ἀναμμένες λαμπάδες πού ἔβαζαν στίς πληγές του, τοῦ ἔριξαν λειωμένο μολύβι στό στόμα…
Ἡ Θεία προσωπικότητα τοῦ Μάρτυρα Γεωργίου, ἡ ἀκλόνητη πίστη του, ἡ οὐράνια γαλήνη του μέσα στά φρικτά βασανιστήρια καί ἡ φήμη τῶν θαυμάτων του πολλαπλασίαζαν τίς ὁμολογίες τῶν Χριστιανῶν. Ἡττημένος ὁ Διοκλητιανός “ἀπό τόν θαρραλέως ἀθλήσαντα Γεώργιον” δέν εἶχε ἄλλα περιθώρια, ἀφοῦ τά βασανιστήρια στάθηκαν ἀνίσχυρα νά μεταπείσουν τό Μάρτυρα∙ ἔπρεπε νά προχωρήσει στή θανατική καταδίκη του.
Οἱ τελευταῖες ἐπιθυμίες τοῦ Γεωργίου στόν ὑπηρέτη του Πασικράτη
Ἀντιλαμβανόμενος ὁ Μάρτυρας τίς προθέσεις τοῦ Διοκλητιανοῦ προσευχόταν θερμά γιά τό ἐπικείμενο τέλος του. Τήν ὥρα τῆς προσευχῆς εἶδε σέ ὅραμα τό Χριστό νά τόν καλεῖ κοντά Του. Βέβαιος πώς ἦρθε τό τέλος τῶν δεινῶν του, παρακάλεσε τό δεσμοφύλακα γιά μιά ὕστατη χάρη: Ν’ ἀφήσει τόν πιστό του ὑπηρέτη Πασικράτη νά μπεῖ γιά λίγο στό κελλί του. Τοῦ μίλησε γιά τό ὅραμά του, τόν παρηγόρησε καί τόν παρακάλεσε μετά ἀπό τό θάνατό του νά πάρει τό λείψανό του μαζί μέ τό λείψανο τῆς μάρτυρος μητέρας του καί νά τά θάψει στήν Παλαιστίνη, τήν πατρίδα της.
Μέ δάκρυα ὁ Πασικράτης ὑποσχέθηκε τήν τήρηση τῆς ἐπιθυμίας τοῦ Μάρτυρα καί πῆρε τήν εὐλογία του. Ἦταν ὁ πιστότερος ὑπηρέτης του, δέν ἔφυγε στιγμή ἀπό κοντά του, παρακολούθησε ὁ ἴδιος ὅλο τό φρικτό μαρτύριο τοῦ Γεωργίου καί τό συνέγραψε ἀργότερα.
Ἡ συντριβή τῶν εἰδώλων
Ἀφοῦ ὅλα εἶχαν τακτοποιηθεῖ, ὁ Μεγαλομάρτυρας μέ οὐράνια γαλήνη βάδιζε πιά πρός τό τέλος τῆς ἐπίγειας ζωῆς του. Ὁ Διοκλητιανός, γιά ὕστατη φορά, εἴτε θέλοντας νά ἐξασφαλίσει τά προσχήματα τῆς θανατικῆς καταδίκης τοῦ λαοφιλέστατου Γεωργίου εἴτε ἐλπίζοντας σέ ἀνάκληση τῆς χριστανικῆς του ὁμολογίας, δοκίμασε μιά στάση ὑποχωρητική. Ὑποκρίθηκε πατρική στοργή καί ὑποσχέθηκε συγχώρεση καί πλήρη ἀποκατάσταση στά ἀξιώματα μέ ἕναν, ὅμως, ὅρο: Τήν προσφορά θυσίας στά εἴδωλα τῶν θεῶν. Μέ ἤρεμη στάση ὁ Γεώργιος ἄφησε περιθώρια ἐλπίδας στό Διοκλητιανό, καθώς, μάλιστα, συγκατατέθηκε νά πάει στό ναό τοῦ Ἀπόλλωνα. Μέ κήρυκα τό διαλάλησε ὁ αὐτοκράτορας, γιά νά τό μάθουν ὅλοι, πώς ὁ “περίβλεπτος” Γεώργιος θά θυσιάσει στόν Ἀπόλλωνα.
Ὅταν μπῆκε στό ναό ὁ Μάρτυρας τοῦ Χριστοῦ, στάθηκε μπροστά στό ἄγαλμα τοῦ Ἀπόλλωνα καί μέ ὑψωμένο τό δεξί του χέρι σχημάτησε τό σημεῖο τοῦ σταυροῦ. Συντρίφτηκε τότε ἀμέσως τό ἄγαλμα ἀπό τή βάση του, μαζί καί ὅλα τ’ ἄλλα ἀγάλματα τῶν εἰδωλολατρικῶν θεοτήτων πού ὑπῆρχαν στό ναό. Τό πλῆθος πού εἶχε συγκεντρωθεῖ, παρακολουθώντας αὐτά τά παράδοξα καί ἀνεξήγητα πού γίνονταν, ὁμολογοῦσε: «Μέγας ὁ Θεός τοῦ Γεωργίου!».
Ἡ ἀπόφαση θανατικῆς καταδίκης τοῦ Μεγαλομάρτυρα
καί τῆς βασίλισσας Ἀλεξάνδρας
Ἀκόμη καί ἡ σύζυγος τοῦ Διοκλητιανοῦ, ἡ Ἀλεξάνδρα, πού ὥς τότε δέν εἶχε τολμήσει νά ὁμολογήσει δημόσια τήν πίστη της στό Χριστό, βλέποντας τά συμβαίνοντα, βρῆκε τό θάρρος τῆς ὁμολογίας. Ἐμβρόντητος ὁ Διοκλητιανός, ταπεινωμένος κι ἀπό τήν ἴδια του τή σύζυγο, διψάει γιά ἐκδίκηση. Θεωρεῖ περιττό νά ἐπινοήσει ἄλλους βασανισμούς γιά τό Γεώργιο, ἀφοῦ ἡ ἀμετάκλητη ὁμολογία τοῦ νεαροῦ ἀξιωματούχου του «Χριστιανός εἰμί» ἔγινε βασανισμός γιά τόν ἴδιο.
Γιά τό Γεώργιο καί τήν Ἀλεξάνδρα διατάσσει θάνατο μέ ἀποκεφαλισμό. Γιά τήν Ἀλεξάνδρα, ὅμως, ἡ ποινή δέν χρειάστηκε νά ἐκτελεστεῖ, γιατί προσευχόμενη μέσα στή φυλακή παρέδωσε τήν ψυχή της στόν Κύριο. Μαρτυρικό τέλος, ὅμως, εἶχαν καί οἱ πιστοί ὑπηρέτες της, ὁ Ἰσαάκιος, ὁ Ἀπολλώ καί ὁ Κοδρᾶτος.
Ἡ Ἀλεξάνδρα ἀναφέρεται καί ὡς Ἀλεξανδρία. Οἱ ἱστορικοί τήν ἀναφέρουν ὡς χριστιανή ἤ ὡς κατηχούμενη καί μέ τό ὄνομα Πρίσκα. Προφανῶς πρόκειται γιά τό ἴδιο πρόσωπο. Ἐπίσης, ὡς χριστιανή ἀναφέρουν καί τήν κόρη τοῦ Διοκλητιανοῦ Οὐαλερία.
Ἡ ἀποτομή τῆς τιμίας κεφαλῆς τοῦ ἁγίου Γεωργίου
Ὁ Μεγαλομάρτυρας ὁδηγήθηκε ἔξω ἀπό τήν πόλη γιά ἐκτέλεση. Ὁ Γεώργιος, “ὁ ἀήττητος Μάρτυς, ὁ ἀκαταγώνιστος τῆς πίστεως Ὑπέρμαχος”, μέ ὑψωμένα τά χέρια στόν Οὐρανό δόξασε τό Θεό, πού τόν δυνάμωσε στήν πίστη του ὥς τό τέλος.
Συγχώρησε τούς βασανιστές του καί ζήτησε ἀπό τόν Κύριο νά παραλάβει τήν ψυχή του. Ὕστερα γονάτισε κι ἁπλώνοντας τό λαιμό του δέχτηκε τό ξίφος καί μαζί τό ἄφθαρτο στεφάνι τῆς Ἄθλησης. Ἦταν τότε Παρασκευή 23 Ἀπριλίου τοῦ ἔτους 303 μ.Χ. Κατά τόν ὑπολογισμό τοῦ ἱστορικοῦ Εὐσεβίου καί σύμφωνα μέ τό μακεδονικό Μηνολόγιο, ἀντιστοιχοῦσε στήν Παρασκευή τῆς Διακαινησίμου τοῦ Πάσχα:
“ Ἦρε Γεωργίου τρίτῃ εἰκάδι αὐχένα χαλκός”.
Οἱ Χριστιανοί ἔθαψαν τό πάντιμο λείψανό Του μαζί μ’ αὐτό τῆς μητέρας Του Πολυχρονίας. Ἀργότερα μεταφέρθηκαν στή Λύδδα, τήν πατρίδα της, σύμφωνα μέ τίς ὁδηγίες πού ὁ Γεώργιος εἶχε δώσει στόν ὑπηρέτη Του Πασικράτη λίγο πρίν τό τέλος Του.
Ἡ Ἐκκλησία μας τιμᾶ τή μνήμη τοῦ ἁγίου ἐνδόξου Μεγαλομάρτυρα Γεωργίου τοῦ Τροπαιοφόρου τήν 23η Ἀπριλίου. Ἐπειδή, ὅμως, ἡ ἀκολουθία Του προϋποθέτει νά ἔχει προηγηθεῖ ἡ ἑορτή τοῦ Πάσχα, ὁ ἑορτασμός μετατίθεται καί τελεῖται τή Δευτέρα τῆς Διακαινησίμου, ἐάν τό Πάσχα συμπέσει μετά τήν 23η Ἀπριλίου.
Οἱ 25 Μάρτυρες οἱ συναθλήσαντες μέ τόν ἅγιο Γεώργιο
Οἱ εἰδωλολάτρες παρακολουθώντας τά μαρτύρια τῶν Χριστιανῶν συγκλονίζονταν ἀπό τήν πρωτόγνωρη γι’ αὐτούς βεβαιότητα, πού ἔδειχναν οἱ Μάρτυρες γιά τήν πίστη τους∙ ὅταν, μάλιστα, καθώς γράφει ὁ Ὠριγένης, «οὔτε τεμάχιο τοῦ μανδύα τους δέν θυσίαζαν οἱ εἰδωλολάτρες ὑπέρ ὅλων τῶν θεῶν τους, ἐνῶ οἱ Χριστιανοί γιά τό Χριστό ἔδιναν καί τή ζωή τους ἀκόμη».
Πολλοί ἦταν ἐκεῖνοι, πού, βλέποντας τά φρικτά βασανιστήρια καί τήν ἀκλόνητη πίστη τοῦ Μεγαλομάρτυρα, ὁμολόγησαν μέ παρρησία τήν πίστη τους στό Χριστό. Φυλακίστηκαν, βασανίστηκαν, θανατώθηκαν. Φαίνεται ὅτι αὐτοί πού ρίχτηκαν στίς φυλακές ἦταν πολυάριθμοι, γιατί, μετά τήν τελείωση τοῦ Ἁγίου, ὁ Διοκλητιανός τούς ἀπείλησε μέ βασανιστήρια καί θάνατο, ἄν δέν θυσίαζαν στά εἴδωλα.
Εἶναι γνωστό ὅτι 17 Μάρτυρες ὁμολόγησαν τήν πίστη τους στό Χριστό κατά τή διάρκεια τοῦ μαρτυρίου τοῦ Ἁγίου καί 8 μετά τήν τελείωσή Του. Ὅμως, ὅπως προκύπτει ἀπό τίς σχετικές ἀναφορές, ὁ ἀριθμός τους ἦταν πολύ μεγαλύτερος.
Ἡ Ἐκκλησία μας τιμᾶ τή μνήμη τῶν 25 Μαρτύρων, γιά τούς ὁποίους διασώθηκαν πληροφορίες, ἀπό τήν 20ή μέχρι τήν 24η Ἀπριλίου. Συγκεκριμένα:
Τήν 20ή Ἀπριλίου τιμοῦνται ὁ Βίκτωρ, ὁ Ἀκίνδυνος, ὁ Ζωτικός, ὁ Ζήνων καί ὁ Σεβηριανός. Αὐτοί, βλέποντας τόν Ἅγιο βασανιζόμενο στόν τροχό καί τά ὅσα παράδοξα ἐπιτελοῦνταν, ὁμολόγησαν ὅτι εἶναι Χριστιανοί καί ἀποκεφαλίστηκαν.
Τήν ἴδια ἡμέρα, ἐπίσης, τιμοῦνται: Ὁ Χριστοφόρος, ὁ Θεωνᾶς, ὁ Καισάριος καί ὁ Ἀντωνῖνος, οἱ ὁποῖοι ἦταν σωματοφύλακες τοῦ Διοκλητιανοῦ. Αὐτοί, ὅταν εἶδαν τό θαῦμα τῆς ἀνάστασης τοῦ νεκροῦ ἀπό τό Μάρτυρα Γεώργιο, «ρίψαντες τάς ζώνας καί τά ὅπλα αὐτῶν ἐνώπιον τοῦ βασιλέως καί παντός τοῦ θεάτρου, τόν Χριστόν ὡμολόγησαν Θεόν εἶναι ἀληθινόν». Μετά τή φυλάκιση καί τά φρικτά βασανιστήρια τούς ἔριξαν στή φωτιά.
Τήν 21η Ἀπριλίου τιμᾶται ἡ βασίλισσα Ἀλεξάνδρα, ἡ ὁποία, μετά τή συντριβή τῶν εἰδώλων ἀπό τόν ἅγιο Γεώργιο στό ναό τοῦ Άπόλλωνα, ὁμολόγησε ὅτι εἶναι Χριστιανή∙ φυλακίστηκε καί, πρίν θανατωθεῖ, παρέδωσε τήν ψυχή της. Τήν ἴδια ἡμέρα τιμοῦνται καί οἱ τρεῖς ὑπηρέτες τῆς Ἀλεξάνδρας, ὁ Ἰσαάκιος, ὁ Ἀπολλώ καί ὁ Κοδρᾶτος, «λιμῷ καί ξίφει τελειωθέντες». Αὐτοί μετά τό θάνατό της ὁμολόγησαν τήν πίστη τους καί ἐπέκριναν δημόσια τό Διοκλητιανό γιά τή σκληρότητά του.
Τήν 23η Ἀπριλίου, μαζί μέ τή μνήμη τοῦ Μεγαλομάρτυρα ἁγίου Γεωργίου, τιμοῦνται ὁ Ἀνατόλιος καί ὁ Πρωτολέων, χιλίαρχοι τοῦ ρωμαϊκοῦ στρατοῦ, οἱ ὁποῖοι, ζώντας ἀπό κοντά τά ὑπερφυσικά γεγονότα κατά τό μαρτύριο τοῦ Ἁγίου στόν τροχό, ὁμολόγησαν τό Χριστό καί ἀποκεφαλίστηκαν.
Τήν ἴδια ἡμέρα τιμᾶται, ἐπίσης, καί “ὁ ἅγιος μάρτυς Ἀθανάσιος ὁ ἀπό μάγων”, πού ὁμολόγησε τό Χριστό καί ἀποκεφαλίστηκε, ὅταν ἡ μαγική του φαρμακευτική τέχνη νικήθηκε ἀπό τήν προσευχή τοῦ Μάρτυρα Γεωργίου. Ἐπίσης, τήν ἴδια ἡμέρα τιμᾶται καί ὁ φτωχός γεωργός, ὁ Γλυκέριος, πού ἀποκεφαλίστηκε, ἐπειδή βιώνοντας ἄμεσα τή θαυματουργική δύναμη τοῦ Μάρτυρα Γεωργίου ὁμολόγησε τό Χριστό.
Τήν 24η Ἀπριλίου τιμοῦνται ὁ Εὐσέβιος, ὁ Νέων, ὁ Λεόντιος, ὁ Λογγῖνος καί τέσσερις ἀκόμη Μάρτυρες, πού δέν διασώθηκαν τά ὀνόματά τους. Βασανίστηκαν καί ἀποκεφαλίστηκαν, ἐπειδή κατά τή διάρκεια τοῦ μαρτυρίου τοῦ Ἁγίου ἔγιναν Χριστιανοί καί ἐπέμειναν στήν ὁμολογία τους καί μετά τόν ἀποκεφαλισμό Του.
Στή χορεία τῶν Μαρτύρων, πού ἄθλησαν μαζί μέ τόν ἅγιο Μεγαλομάρτυρα καί Τροπαιοφόρο Γεώργιο, κορυφαία κατατάσσεται ἡ μητέρα Του, ἡ ἁγία Πολυχρονία. Ἡ μνήμη της τιμᾶται στίς 23 Ἀπριλίου.
Περί τῶν βιογράφων τοῦ ἁγίου Γεωργίου
Ἡ ἀρχαιότερη καταγραφή τοῦ Μαρτυρίου τοῦ ἁγίου Γεωργίου ὀφείλεται στόν ὑπηρέτη Του Πασικράτη. Ἡ ἐξαιρετική προσωπικότητα τοῦ Ἁγίου, ἡ ἀκλόνητη πίστη Του, ἡ ἀξιοθαύμαστη καρτερία Του στά φρικτά βασανιστήρια καί τά θαύματά Του εἶχαν ὡς ἀποτέλεσμα πολύ γρήγορα ν’ ἁπλωθεῖ ἡ φήμη Του πρῶτα στήν Ἀνατολή κι ἔπειτα στή Δύση. Ἡ μεγάλη διάδοση πού εἶχαν τά χειρόγραφα ἀντίγραφα τοῦ μαρτυρίου Του, μετά τήν ἀπώλεια τῆς ἀρχικῆς καταγραφῆς ἀπό τόν Πασικράτη, συντέλεσε, ὥστε νά περιληφθοῦν σ’ αὐτά καί λανθασμένα στοιχεῖα ἀλλά καί κάποιες ὑπερβολές, πού ἀποδοκιμάστηκαν δημόσια ἀπό τόν Πατριάρχη Κων/πόλεως Νικηφόρο τόν Α΄ (806-816). Ἡ σωζόμενη σήμερα ἀρχαιότερη μορφή τοῦ ἀρχικοῦ κειμένου ἀνήκει στόν 5ο αἰώνα.
Οἱ παλαιότεροι ἀξιόπιστοι βιογράφοι καί συναξαριστές τοῦ ἁγίου Γεωργίου εἶναι:
Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός (676-754).
Ὁ ὅσιος Συμεών ὁ Μεταφραστής (10ος αἰ.).
Ὁ Γρηγόριος Β΄ ὁ Κύπριος (1283-1289), Πατριάρχης Κων/πολης.
Ὁ Δαμασκηνός ὁ Στουδίτης (16ος αἰ.), Μητροπολίτης Ναυπάκτου καί Ἄρτας.